γράφει ο πρόεδρος της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας Δρ. Ηρακλής Πούλιας
Η συχνότητά της ούρησης στη διάρκεια του 24ωρου, η ικανότητα του ατόμου να ελέγχει την ανάγκη του γι’ αυτήν και το χρώμα των ούρων, παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού. Στο 80% των περιπτώσεων τα προβλήματα με την ουροδόχο κύστη οφείλονται σε αίτια ανεξάρτητα από αυτήν, ακόμα και σε νευρολογικές ή καρδιαγγειακές παθήσεις.
Οι αλλαγές στο χρώμα των ούρων αποτελούν ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα προβλήματος σε άλλο σημείο του σώματος το οποίο απεικονίζεται στα ούρα. Το φυσιολογικό χρώμα των ούρων είναι υποκίτρινο ή ανοικτό κίτρινο. Όταν όμως τα ούρα έχουν χρώμα κεχριμπαρένιο ή σαν μέλι, ο οργανισμός είναι αφυδατωμένος και όταν είναι καφέ συνήθως η αιτία είναι σοβαρή αφυδάτωση ή ηπατική νόσος.
Αντίστοιχα, τα ούρα αποκτούν ροζ έως κόκκινη χροιά όταν τρώμε ορισμένα τρόφιμα (π.χ. μούρα, παντζάρια, ραβέντι) αλλά και σε πολλές παθήσεις (από νεφρική νόσο, όγκους και λοιμώξεις του ουροποιητικού μέχρι πρόβλημα στον προστάτη) οι οποίες προκαλούν διαφυγή αίματος σε αυτά (αιματουρία).
Τα ούρα γίνονται πορτοκαλί όταν κάποιος είναι πολύ αφυδατωμένος ή έχει πρόβλημα στο ήπαρ ή στην χοληδόχο κύστη του, ενώ η μόλυνση με ορισμένα βακτήρια μπορεί να τους προσδώσει μπλε ή πράσινη χροιά.
Μερικές φορές, τέλος, παρατηρείται αφρός στα ούρα ο οποίος, αν είναι σποραδικός, δεν σημαίνει κάτι αλλά αν είναι καθημερινός μπορεί να έχει διατροφικό αίτιο (το άτομο τρώει πολλές πρωτεΐνες όπως κρέας, τυριά κ.λπ.) ή να οφείλεται σε νεφρική νόσο.
Η συχνότητα της ούρησης αποτελεί κατ’ αρχάς καλό δείκτη του επιπέδου ενυδάτωσης του οργανισμού, κατά τον Δρ. Πούλια. Όταν ένας άνθρωπος πίνει καθημερινά επαρκείς ποσότητες υγρών, το φυσιολογικό είναι να αδειάζει την κύστη του έξι έως οκτώ φορές το 24ωρο. Από κει και πέρα, η ούρηση γίνεται συχνότερη όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι.
Ο πρώτος από αυτούς τους λόγους είναι ότι το άτομο πίνει υπερβολικά πολλά υγρά ή πάρα πολλή καφεΐνη ή αλκοόλ, που έχουν διουρητικές ιδιότητες, με συνέπεια να πηγαίνει συχνά στην τουαλέτα και να αποβάλλει μεγάλες ποσότητες ούρων. Πολυουρία παρατηρείται επίσης σε περίπτωση σακχαρώδους διαβήτη, ο οποίος εντείνει το αίσθημα δίψας στους πάσχοντες (τα τρία ύποπτα συμπτώματα για διαβήτη είναι γνωστά ως “τρία πι” και είναι η πολυδιψία, η πολυφαγία και η πολυουρία).
Αντίστοιχα, η αυξημένη συχνότητα ούρησης αλλά με αποβολή μικρών ποσοτήτων ούρων κάθε φορά (συχνουρία) μπορεί να αποτελεί ένδειξη πολλών σοβαρών καταστάσεων, όπως οι ουρολοιμώξεις, τα προβλήματα του προστάτη, τα καρδιολογικά προβλήματα, το οίδημα (πρήξιμο) των ποδιών και η διάμεση κυστίτιδα (είναι μία χρόνια φλεγμονώδης διαταραχή της ουροδόχου κύστης).
Η συχνή ούρηση μπορεί επίσης να αποτελεί σύνδρομο υπερδραστήριας κύστης, μίας συνηθισμένης αλλά αντιμετωπίσιμης κατάστασης που μπορεί να προκληθεί από νευρολογικές βλάβες, φάρμακα, λοιμώξεις, ανεπάρκεια οιστρογόνων αλλά και από τα περιττά κιλά.
Ειδικά στις γυναίκες, η ανάγκη για συχνή ούρηση μπορεί επίσης να οφείλεται σε μειωμένη στήριξη των οργάνων της πυέλου, ένα πρόβλημα που τυπικά εκδηλώνεται με τον τοκετό.
Η ακούσια απώλεια ούρων (ακράτεια), που προσβάλλει κατά μέσον όρο τρεις στις δέκα γυναίκες και δύο στους δέκα άνδρες, επίσης είναι ενδεικτική της κατάστασης της υγείας. Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι ακράτειας ούρων: η ακράτεια από προσπάθεια και η επιτακτική ακράτεια.
Όταν το άτομο έχει διαφυγή ούρων καθώς γελάει, βήχει, φταρνίζεται, σκύβει ή γυμνάζεται, τότε έχει ακράτεια από προσπάθεια που τυπικά σχετίζεται με αδυναμία της ουρήθρας ή με πρόβλημα στον προστάτη. Η ακράτεια από προσπάθεια σχετίζεται επίσης με το περίσσιο σωματικό βάρος.
Αντίστοιχα, όταν κάποιος νιώθει επείγουσα ανάγκη για ούρηση και παρουσιάζει διαφυγή πριν φθάσει στην τουαλέτα, έχει επιτακτική ακράτεια. Η ακράτεια αυτή σχετίζεται με υπερδραστηριότητα της ουροδόχου κύστης, κατά την οποία οι μύες της κάνουν πρόωρους σπασμούς.
Η επιτακτική ακράτεια μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις που βλάπτουν τα νεύρα, όπως ο διαβήτης, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η νόσος Αλτσχάιμερ, τα εγκεφαλικά επεισόδια, η νόσος Πάρκινσον κ.λπ., σε τραυματισμούς στον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό, αλλά και σε ουρολοιμώξεις, κυστίτιδα και λίθους ή όγκους στην ουροδόχο κύστη.