Ήταν Ιούλης, αρχές Ιούλη, καλοκαίρι, η αρχή μιας νέας εποχής. Την είχα τόσο πολύ ανάγκη αυτήν την περίοδο ξεγνοιασιάς, έπειτα από ένα δύσκολο, «κλειστό» χειμώνα, που ένα ξαφνικό νευρολογικό πρόβλημα στο δεξί μου πόδι, με είχε ακινητοποιήσει και με είχε κάνει να επισκέπτομαι μια πισίνα στα βόρεια προάστια, προκειμένου να ακολουθώ κάποιες ειδικές ασκήσεις. Ήταν Τετάρτη, και όπως κάθε εβδομάδα, είχα δώσει ραντεβού μετά την «κινητική» μου στην πισίνα, με τη φίλη μου τη Μένια, καθώς έμενε πολύ κοντά.
Την είχα ανάγκη αυτή την επικοινωνία, έλεγα τα νέα της δουλειάς στη φίλη μου, εκείνη με το γνωστό δηκτικό της τρόπο, ελάφρυνε τη γκρίζα πραγματικότητα της δουλειάς στην Ελλάδα της κρίσης και της καλοκαιρινής ραστώνης, πολλές φορές έφερνε μαζί της τα πιτσιρίκια της και έτσι με τις παιδικές μυρωδιές από τις αγκαλιές τους, ξαναγύρναγα διαφορετική στο μικρόκοσμό μου, το γεμάτο με έγνοιες, πιθανώς ανούσιες και βαρετές.
Η Μένια, νομίζω, αντιλαμβανόταν πλήρως αυτό που συνέβαινε στη ζωή μου και που το θεωρούσα τεράστιο να το αντιμετωπίσω: επισκεπτόμουν για πρώτη φορά στη ζωή μου, γιατρούς στα ώριμα τριάντα μου, σχεδόν 40 δηλαδή, έκανα ενδελεχείς εξετάσεις, εγώ που στη θέα του αίματος λιποθυμούσα, άκουγα στωικά τα πάντα γι΄αυτό το ξαφνικό πρόβλημά μου, καταπίνοντας –όχι χωρίς ψυχολογικό κόστος–όλους τους μεταφυσικούς φόβους για το θνητό της ζήσης, για την αχίλλειο πτέρνα της ανθρώπινης αδυναμίας και ό,τι ιατροφοβικό είχε σωρευτεί σε ένα σαρκίο που μέχρι πριν λίγους μήνες, δεν ήξερε καν τι σημαίνει ομάδα αίματος.
Εκείνη τη μέρα ήμουν ανήσυχη, πέρα από τα δικά μου –πάντα υπερβολικά και διογκωμένα στο μυαλό μου– είχα στο νου μου το νυχτερινό e-mail της φίλης μου, που με ενημέρωνε ότι η Νεφέλη έχοντας αποκτήσει τις δύο τελευταίες ημέρες ένα διαφορετικό «κακό» χρώμα, επισκέφτηκε την παιδίατρό της, η οποία με τη σειρά της, της συνέστησε άμεσα αιματολογικές εξετάσεις, μην τυχόν και έχει κάποια μορφή αναιμίας. Της απήντησα όσο πιο ειρωνικά μπορούσα, αποδομώντας ως συνήθως, την ιατρική γνωμάτευση, «σιγά μην είναι και έγκυος! έτσι λένε οι γιατροί, Μένια μου». Μικρή, κοντόφθαλμη αντιμετώπιση πάντα σε εκείνο που προσπαθούσα να αποφύγω, και μαζί θα έπρεπε να αποφύγουν όλοι εκείνοι που αγαπώ.
Βγαίνοντας από την πισίνα, και χωρίς να έχω καμία κλήση από τη φίλη μου για το γνωστό ραντεβού μας, σχημάτισα το όνομά της στο κινητό μου. Μου απήντησε η ίδια αλλά ήταν κιόλας μια άλλη γυναίκα, μια άλλη φωνή, σκοτεινή, ένρινη, βραχνή από το κλάμα και τον πανικό. Με αναφιλητά και μισόλογα μου είπε ότι είχε ειδοποιήσει μόνο τους γονείς της, τους γονείς του άνδρα της και ότι την είχαν κατευθύνει στο «Ογκολογικό Nοσοκομείο Μαριάννα Βαρδινογιάννη» εδώ και 2 ώρες, γιατί η Νεφέλη είχε… καρκίνο.
Ό,τι και αν μου είπε μετά τη λέξη «καρκίνος», μου ήταν αδύνατο να το κατανοήσω, μου είναι αδύνατο να το θυμηθώ τώρα.
Είπε κάτι για την πορεία της ασθένειας και μετά είπε κάτι άλλο για την πορεία της αγωγής. Επαναλάμβανε τη λέξη καρκίνος –λες και θα την ξεχνούσαμε–, έκλαιγε γοερά και μιλούσε πάλι για ό,τι συνέβη. Κλείσαμε το τηλέφωνο και καθώς σχεδόν μου απαγόρευσε να την επισκεφτώ άμεσα, κάθισα στο τσιμέντο της Λεωφόρου Πεντέλης, αδιαφορώντας για τους περαστικούς που έβλεπαν μια γυναίκα να κλαίει σπαρακτικά καταγής.
Ήταν 3 Ιουλίου και ένα τηλεφώνημα είχε μεταθέσει τα όνειρα του καλοκαιριού για αργότερα (για πότε;), ένα ξανθό κοριτσάκι μέσα στην αθωότητα, το κοριτσάκι της φίλης μου, αρρώστησε ξαφνικά και τόσο πολύ (γιατί, από τί;), μια ολόκληρη οικογένεια διαλυόταν, και κανένας συμπαραστάτης, ούτε μια αχτίδα εκλογίκευσης, ούτε ένα σημάδι δικαιοσύνης, ακόμα και εκείνος ο ήλιος, αγνοώντας τι συνέβαινε, με έλουζε στον ιδρώτα.
Έστειλα ένα sms, καθώς δε μπορούσα να πάρω κανέναν τηλέφωνο, σε ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο γράφοντας αντί για το «η Νεφέλη έχει καρκίνο, η Νεφέλη έχει κα@κίνο» ξορκίζονας σύμβολα και φθόγγους. Έλαβα την απάντηση «κα@ρκίνο, τις λες ρε Βασιλική» αδυνατώντας και εκείνος να γράψει πλήρως τη λέξη και συνειδητοποιώντας τις ακαριαίες αντιδράσεις που προκαλεί, ακόμα και ημιτελώς γραμμένο.
Μπήκα στο αυτοκίνητο ημιθανής, με συμπτώματα έντονης ναυτίας και εφίδρωσης, να κλάψω ιδιωτικά, να «πενθήσω» τις «άρρωστες» ώρες που θα ακολουθούσουν –και ακολούθησαν πολλές, είναι η αλήθεια– και όχι το άρρωστο παιδί. Έβαλα, τρεκλίζοντας, τη μουσική του Νικ Κέηβ να αισθανθώ μια καλή παρέα, και στα 4 λεπτά του τραγουδιού του σκέφτηκα όσα θα είχα πολύ καιρό τις επόμενες μέρες να αναλύσω, να «δέσω» με αλληλουχία συναισθήματος και λογικής, εγώ η αδύναμη, η τιποτένια να αντιμετωπίσω ακόμα και απλές εμπύρετες καταστάσεις: φάρμακα, χημειοθεραπεία, πεσμένο ανοσοποιητικό, πόνος, πεσμένα μαλλιά, παιδικό κλάμα, οικογενειακό ξενύχτι, στεναχώρια μαμάς, λύπη ενός ήρωα πατέρα, του Γιάννη, ιατρικές δαπάνες, κλάμα, υποχρεώσεις, καρκίνος, καρκίνος, καρκίνος.
Ο καρκίνος δεν είναι απλά μια λέξη, δεν είναι καν ένα ζώδιο, είναι μια ασθένεια με τρομερές συνέπειες στον πάσχοντα, ακόμα και αν αφορά σε ένα παιδί, όπως η Νεφέλη μας, μια ασθένεια με φοβερές επιπτώσεις σε μια οικογένεια, ακόμα και αν αφορά στην υπέροχη οικογένεια της φίλης μου. Οι μέρες, οι μήνες που ακολούθησαν με έκαναν να συνειδητοποιήσω πράγματα που μέχρι τις 3 Ιουλίου δεν είχα καν αντιληφθεί, τη δύναμη του ανθρώπου, την πολύτιμη αξία της ζωής, το άγγιγμα της τύχης –η Νεφέλη θα γίνει καλά, απολύτως καλά!– το δέσιμο ανθρώπων που επέλεξαν να μοιραστούν τις ζωές τους όχι από τυχαιότητα αλλά από αγάπη και που ενώθηκαν περισσότερο σε αυτήν την «καταιγίδα», την τρυφεράδα από φίλους που νοιάζονται επί της ουσίας για σένα. Μικρά, ταπεινά, υπέροχα καθημερινά αισθήματα.
Παραμένω μικρά μπροστά στα μεγάλα, συνεχίζω να νοιάζομαι για το λιπόσαρκο είναι μου, φοβάμαι τις ασθένειες, το αίμα, τους γιατρούς, ναι να το πω «μην πεθάνω», αλλά θα «στοιχειώνει» όλη μου τη ζωή το παιδικό ψεύδισμα της Νεφέλης με το υπέροχο κρανίο της πάνω σε ένα κρεβάτι με πολύπλοκα σωληνάκια και μπουκαλάκια σε ένα αποστειρωμένο δωμάτιο και η γεμάτη με έγνοια και ειλικρίνεια ερώτηση σε εμένα: «ΒασιΚική, πονάει ακόμα το πόδι σου;».
Βασιλική Ούτσα