“Κάθε πρωί η πρώτη κίνηση που κάνω μόλις ξεκινήσω για τη δουλειά, είναι να φορέσω τα ακουστικά μου και και να πατήσω το play στο soundtrack της μέρας μου.
Μουσικές και τραγούδια σε μινόρε και ματζόρε έχουν τη δυνατότητα για εκείνα τα 40′ μέχρι να φτάσω στο γραφείο, να με συνεπάρουν και να μου θυμίσουν ή και να μου γνωρίσουν συναισθήματα.
Κάποιο θα με γλυκάνει, κάποιο θα συρθεί πάνω σε ουλή και θα τρίξει για λίγο κάτι μέσα μου, κάποιο καινουριο θα με ταξιδεψει σε νέα μέρη…
Ένα τραγούδι θα βουτήξει μέσα μου και οι ήχοι του θα ανεβοκατεβαίνουν από το μυαλο μου στην καρδιά μου μέχρι να βρουν τη θέση τους.
H ανακάλυψη ενός νέου τραγουδιού μπορεί να μου προκαλέσει χαρά!
Ναι, μου φτάνει ένα τραγούδι για να νιώθω χαρά την ώρα που το ακούω.
Είναι περίεργο, αλλά έτσι δουλεύει η ψυχή μου.
Και κάπου εκεί μέσα στη μέρα μου συναπαντώ προβληματισμούς άλλων ανθρώπων, που αναρωτιούνται αν μέσα στη ζωή υπάρχουν πράγματα που μπορούν ακόμα να μας κάνουν χαρούμενους.
Σε μια τέτοια συζήτηση βρέθηκα και λιτά και σύντομα δήλωσα πράγματα που φέρνουν χαρά και που τα θεωρούμε δεδομένα, γι’αυτό δεν τα εκτιμάμε.
Γιατί πιστεύω, ότι όσο δύσκολα και άσχημα κι αν είναι τα πράγματα η χαρά είναι σε κάποιο σημείο μέσα μας αρκεί να ψάξουμε να την βρούμε και να την προβάλουμε κάπου.
Καθημερινά στο ευρύτερο αλλά και στενότερο οικογενειακό μου περιβάλλον συναναστρέφομαι με ανθρώπους που έχουν προβλήματα υγείας, παλεύουν για τη ζωή τους και πάλι δεν χάνουν το χιούμορ τους και την αγάπη τους για το τώρα!
Και χαμογελούν!
Ίσως και πιο συχνά από όλους εμάς που είμαστε υγιείς και δεν έχουμε ειδικές ανάγκες!
Οι καιροί είναι δύσκολοι, στενάχωροι και τα προβλήματα σε όλες τις οικογένειες πολλά και κυρίως οικονομικά.
Ατυχίες, δυσκολίες, ζημιές είναι μέσα στην καθημερινότητά μας και είναι πολύ εύκολο να αρχίσεις να τα βλέπεις όλα γκρι (για αρχή και μετά μαύρα).
Δεν είναι έτσι όμως.
Η ζωή έχει από όλα τα χρώματα!
Οι δικοί μου φάροι, γιατί δεν είναι μόνο ένας ευτυχώς, είναι εκεί για να μου υπενθυμίζουν ότι η χαρά υπάρχει.
Και κάποιες φορές που δεν βρίσκω το φως κάποιου μπροστά μου, ανατρέχω μέσα μου για να θυμηθώ αξίες ζωής και να συνεχίσω αισιόδοξη!
Ένα από αυτά είναι μία φράση από ένα ντοκυμαντέρ.
Πριν από 14 χρόνια είχε βγει το ντοκυμαντερ-ταινία του Νίκου Γραμματικου, τα“Νυχτολούλουδα”.
Η ταινία διηγούνταν την ιστορία ενός 14χρονου αγοριού που ήταν τυφλός από τη γέννησή του. Αυτό που φυλάω μέσα μου, είναι κάτι που είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης σε ένα σημείωμά του και το οποίο με τάραξε, σχετικά με όλα αυτά που εμείς θεωρούμε δεδομένα και δεν υπολογίζουμε την αξία τους.
(Βρήκα το σημείωμά του-ας είναι καλά το google! :p)
«Τα “Νυχτολούλουδα” είναι η πιο κοπιαστική ταινία μου, μια εμπειρία ζωής που δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ, δεν είναι ντοκιμαντέρ με την κλασική έννοια του είδους, αλλά ένα φιξιόν φιλμ με ήρωα τον 14χρονο Μανώλη.
Η ιδιαίτερη, άκρως ενδιαφέρουσα και άγνωστη σ’ εμάς εκπαίδευση των παιδιών με προβλήματα όρασης, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην προσπάθειά τους να ενταχθούν σε μια κοινωνία, για την οποία μαθαίνουν ότι στηρίζεται, κυρίως, στην αίσθηση της όρασης.
Και ήρωες της ταινίας “Νυχτολούλουδα” είναι ο Μανώλης, μαζί με τους φίλους του, όλα παιδιά εκ γενετής τυφλά, που μας παρασύρουν στον δικό τους κόσμο, όπου όλες οι αισθήσεις τους, κατ’ ανάγκη, οξύνονται. Στη διαδρομή τους, μας δείχνουν πώς συλλαμβάνουν και εκτιμούν τις λεπτομέρειες ενός κόσμου που δεν είδαν ποτέ, τον τρόπο με τον οποίο ξεπερνούν τα εμπόδια που τους βάζει, και πώς εντέλει, με τις αισθήσεις τους σε διαρκή επαγρύπνηση, τον γνωρίζουν.
Η σιωπή της εικόνας είναι ο κόσμος των τυφλών.
Δεν θεωρώ ανάπηρα τα παιδιά που δεν βλέπουν, είναι άτομα που δίνουν ένα σκληρό αγώνα για να ενταχθούν ισότιμα σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην όραση.
Αποκτά μια αλληγορία αυτή η προσπάθειά τους, σαν τον αγώνα όσων θέλουν να υπερβούν τα όρια που τους βάζει το κοινωνικό περιβάλλον και να ασχοληθούν με αυτό που αγαπούν, δίχως να νοιάζονται για το αντίτιμο.
Ο κόσμος δίχως εικόνες, είναι εντελώς διαφορετικός από τον δικό μας.
“Τι είναι εικόνα;”
με ρώτησε ένα από τα παιδιά της ταινίας και πιάνοντάς με εξ’ απίνης δεν ήξερα τι να του απαντήσω», θυμάται ο Νίκος Γραμματικός…”