Μια σημαντική διαφορά μεταξύ του να είσαι άρρωστος και να φροντίζεις κάποιον που είναι άρρωστος, είναι ότι πάντα μπορείς να ξεφύγεις. Το νιώθω ακόμη αυτό. Ζω με τον φόβο, τον αγγίζω, ξέρω ότι είναι κακός κι άσχημος, αλλά πάντα μπορώ να φύγω μακριά του όταν δεν τον αντέχω. Όσοι όμως είναι άρρωστοι, δεν μπορούν. Πρέπει να μάθουν να ζουν μαζί του, να έχουν προσωπική σχέση μαζί του, να μην μπορούν να τον ξεφορτωθούν. Και να φοβούνται καθημερινά ότι θα πεθάνουν.
Το έβλεπα και στο δικό μου το παιδί. Εκείνη πονούσε, φοβόταν, υπέφερε, μπορεί να έχανε τη ζωή της. Εγώ και ο Γιάννης, το ζούσαμε αυτό μαζί της αλλά δεν το ζούσαμε εμείς.
Κι όταν βλέπω τα παιδιά πόσο δυνατά είναι, πόσο περήφανα παλεύουν για τη ζωή τους, πόσο γρήγορα χαμογελούν και ξεχνούν τον πόνο τους, μου φωνάζω ότι η ζωή είναι ωραία και πολύτιμη. Και ότι έχω τόσα πολλά, που δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο.
Αυτό το «άδραξε τη μέρα» κρύβει το νόημα της ζωής μας. Βλέπω από το παράθυρο τα φύλλα που κουνιούνται, νιώθω τη ψύχρα της μέρας, έχω τραβήξει όλες τις κουρτίνες να μπει το φθινοπωρινό φως παντού.
Η σημερινή μέρα, σε λίγες ώρες δεν θα υπάρχει. Κι αυτά που βλέπω, νιώθω, ακούω σήμερα, αύριο δεν θα υπάρχουν. Τέτοια ώρα αύριο, μάλλον, θα κοιτάω άλλα φύλλα από το κάποιο άλλο παράθυρα. Άλλα φύλλα, άλλο παράθυρο, άλλη μέρα.
Μένια
Πόσο δίκιο έχεις….