Μια πιο συνολική αξιολόγηση της παχυσαρκίας προτείνουν πλέον οι ειδικοί και συστήνουν στους γιατρούς να χρησιμοποιούν μοντέλα σταδιοποίησης της νόσου, για να αναγνωρίζουν και να διαχειρίζονται θέματα υγείας, που σχετίζονται με το βάρος, τα οποία δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά μέσω των καθιερωμένων κριτηρίων διάγνωσης.
Ερευνητές από το Ινστιτούτο Βαριατρικής και Μεταβολισμού της Cleveland Clinic, συστήνουν την υιοθέτηση μιας ευρύτερης αντίληψης για το ποιοι άνθρωποι είναι παχύσαρκοι, κατηγορία στην οποία εντάσσονται όσοι έχουν μεγαλύτερο του 30 Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ).
«Ο Δείκτης Μάζας Σώματος έχει καθιερωθεί ως ιατρική ένδειξη για τον καθορισμό του βαθμού της παχυσαρκίας και υπολογίζεται με τον τύπο ΔΜΣ = βάρος (kg) / (ύψος)2. Όμως, με τη μέτρηση αυτού του δείκτη δεν υπάρχει τρόπος διάκρισης μεταξύ της μυϊκής μάζας και του λιπώδους ιστού, οπότε η αντίληψη περί παχυσαρκίας μπορεί να είναι πλασματική», διευκρινίζει ο γενικός χειρουργός και ειδικός σε θέματα παχυσαρκίας Δρ. Γιώργος Σπηλιόπουλος .
«Εκτός του ότι ο ΔΜΣ δεν είναι ο ιδανικός τρόπος για να κατηγοριοποιηθεί κάποιος ως παχύσαρκος ή υπέρβαρος, δεν μπορεί να αποτελέσει δείκτη υγείας, καθώς, όπως πρόσφατα αποκάλυψε αμερικανική έρευνα του UCLA σε 40.000 Αμερικανούς, είναι πιθανό υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα να μην αντιμετωπίζουν μεταβολικό σύνδρομο. Σ’ αυτό συνηγορεί και ο μεγάλος αριθμός αδύνατων ανθρώπων που υποφέρουν από παθήσεις που απαντώνται συχνότερα σε παχύσαρκους, όπως για παράδειγμα η δυσλιπιδαιμία».
Την αδυναμία εντοπισμού των υπέρβαρων / παχύσαρκων ανθρώπων μόνο μέσω του υπολογισμού του ΔΜΣ, επισήμανε και ο επικεφαλής της ανασκόπησης που πραγματοποιήθηκε από την ερευνητική ομάδα της Κλινικής Κλίβελαντ, Dr Derrick Cetin, ο οποίος τόνισε ότι, ένας νέος αθλητής με ΔΜΣ 27 μπορεί να έχει μεγάλη μυϊκή μάζα και χαμηλότερο σωματικό λίπος, ενώ ένα ηλικιωμένο άτομο με ΔΜΣ 25 μπορεί να έχει χάσει μυϊκή μάζα, λόγω της γήρανσης, και να έχει μεγαλύτερο σωματικό λίπος, δεδομένου ότι οι άνθρωποι με ΔΜΣ άνω του 25 θεωρούνται υπέρβαροι.
Στην ανασκόπηση, τίτλος της οποίας ήταν «Εκτενής αξιολόγηση για την Παχυσαρκία: Πέραν του Δείκτη Μάζας Σώματος», που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Osteopathic Association, εντοπίστηκαν επίσης φυλετικές διαφορές. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι οι Ασιάτες διατρέχουν τουλάχιστον διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 από ό,τι οι Καυκάσιοι, που έχουν τον ίδιο ΔΜΣ. Φάνηκε επίσης ότι, οι Ασιάτες κινδυνεύουν όταν ο ΔΜΣ είναι μεταξύ 22-25.
Η μέτρηση της περιφέρειας της μέσης των ατόμων με φυσιολογικό ΔΜΣ θα μπορούσε ενδεχομένως να δώσει μια καλύτερη εικόνα για τις πιθανότητες, που έχει κάποιος να εμφανίσει ή να αντιμετωπίζει μεταβολικό σύνδρομο.
Όπως σημείωσε ο Dr. Cetin, «η περιφέρεια της μέσης είναι ένας αναπληρωματικός δείκτης για το ενδοκοιλιακό λίπος και μπορεί να δείξει το μεταβολικό σύνδρομο, που επηρεάζει περίπου έναν στους τρεις ενήλικες στις ΗΠΑ. Όμως, δεν μπορείτε να διαγνώσετε σωστά το μεταβολικό σύνδρομο χωρίς να λάβετε υπόψη την εθνικότητα του ασθενούς. Ακόμη και σε μια φαινομενικά απλή (ως προς τη διάγνωση) πάθηση όπως η παχυσαρκία, οι γιατροί πρέπει να ακολουθούν μια ολιστική προσέγγιση για να κατανοήσουν τον ασθενή».
Το στάδιο παχυσαρκίας 0 μπορεί να αντιμετωπιστεί με σταδιακή προσέγγιση, η οποία αφορά την αλλαγή του τρόπου ζωής και τη διαχείριση του βάρους, όταν οι άνθρωποι είναι μεταβολικά φυσιολογικοί. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να προληφθεί η εξέλιξη της νόσου, μειώνοντας τον κίνδυνο να υπάρξουν επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία, αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Η υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής με την ταυτόχρονη αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, μπορεί να επιφέρει απώλεια βάρους 5 – 10% , η οποία μπορεί να οδηγήσει σε 30% μεγαλύτερη απώλεια λίπους γύρω από τα εσωτερικά όργανα, μειώνοντας έτσι σημαντικά τον κίνδυνο δυσμενών συνεπειών.
«Το λίπος διαχωρίζεται σε σπλαχνικό και σε υποδόριο, δηλαδή αυτό που αποθηκεύεται κάτω από το δέρμα. Οι άνθρωποι με μεγάλη περιφέρεια μέσης έχουν υποδόριο λίπος το οποίο αισθάνονται, αλλά και σπλαχνικό το οποίο αποθηκεύεται στην κοιλιακή κοιλότητα, γύρω από ζωτικά όργανα όπως το ήπαρ, το πάγκρεας και το συκώτι, διαδραματίζοντας καθοριστικό και δυνητικά επικίνδυνο ρόλο στη λειτουργία των ορμονών. Αποτελεί παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης διαφόρων νοσημάτων, όπως ο διαβήτης τύπου 2 και η καρδιαγγειακή νόσος, ο καρκίνος του μαστού και του παχέος εντέρου.
Περίπου το 10% του συνολικού λίπους αποθηκεύεται στην κοιλιακή κοιλότητα, οπότε οι υπέρβαροι και οι παχύσαρκοι άνθρωποι είναι πιθανότερο να έχουν σπλαχνικό λίπος, το οποίο μπορεί να επιβεβαιωθεί είτε με μαγνητική τομογραφία είτε με μέτρηση της περιφέρειας της μέσης. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να αποβάλλει κάποιος το σπλαχνικό λίπος, είναι η άσκηση και μάλιστα μ’ αυτή αποβάλλεται περισσότερο λίπος από την κοιλιακή χώρα παρά από οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματος, όπως οι γοφοί. Όμως, τα παχύσαρκα άτομα κατηγορίας 2 και 3 είναι εξαιρετικά δύσκολο να χάσουν το πλεονάζον βάρος τους και να μειώσουν το σπλαχνικό λίπος με συντηρητικές μεθόδους, οπότε καταφεύγουν σε βαριατρικές επεμβάσεις, οι οποίες αποτελούν την κύρια θεραπεία της νοσηρής παχυσαρκίας», σημειώνει ο Δρ. Σπηλιόπουλος και καταλήγει «Η σύγχρονη τάση, που προτρέπει στην αντιμετώπιση και θεραπεία του ασθενή ως ολότητα ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ είναι πιο ρεαλιστική και ορθή και κερδίζει ολοένα έδαφος τα τελευταία χρόνια».