Μια μελέτη παρατήρησης με παρακολούθηση έως και 33 χρόνια αργότερα
γράφει η Μαριάννα Αβούρη,μεταφράστρια, κειμενογράφος
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Η θεραπεία της νόσου του Χότζκιν («HD»), γνωστής και ως Λέμφωμα Χότζκιν, σε παιδιά και εφήβους με ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία οδηγεί σε υψηλά ποσοστά επιβίωσης, αλλά έχει ορισμένες μεταγενέστερες επιπτώσεις. Η σοβαρότερη από αυτές είναι η ανάπτυξη δευτερογενούς κακοήθους όγκου, συνήθως στο πεδίο που ακτινοβολήθηκε. Στις γυναίκες, ο καρκίνος του μαστού μπορεί να προκύψει με αυτόν τον τρόπο. Μέθοδοι: Συλλέχθηκαν δεδομένα σχετικά με την εμφάνιση δευτερογενούς καρκίνου του μαστού («sBC»: secondary Breast Cancer) από 590 γυναίκες που υποβλήθηκαν σε πέντε διαδοχικές θεραπείες για παιδιατρικό νόσο του Χότζκιν κατά τα έτη 1978-1995 και στη συνέχεια επανεκτιμήθηκαν σε μια μεταγενέστερη μελέτη παρακολούθησης μετά την πάροδο ενός διαστήματος 17,8 ετών (ανώτατο τα 33,7 έτη). Οι πληροφορίες ελήφθησαν από το 1999 και μετά, με γραπτή έρευνα στις συμμετέχουσες και στους θεράποντες ιατρούς τους.
Οι αθροιστικές περιπτώσεις με δευτεροπαθή καρκίνου μαστού υπολογίστηκαν με τη μέθοδο Gooley. Αποτελέσματα: Μέχρι τον Ιούλιο του 2012, 26 από τις 590 γυναίκες με HD είχαν διαγνωστεί με sBC﮲ με τον καρκίνο του μαστού να βρίσκεται στο ακτινοβολημένο πεδίο σε 25 από τις 26 ασθενείς. Η ηλικία τους στη διάρκεια της περιόδου θεραπείας τους για HD ήταν από 9,9 έως 16,2 έτη (φάση εφηβείας), και ο sBC διαγνώστηκε με μια μέση καθυστέρηση 20,7 ετών μετά τη θεραπεία της HD (κατώτατο όριο τα 14,3 έτη) και σε μέση ηλικία 35,3 ετών (κατώτατη ηλικία τα 26,8 έτη). Η δόση της ακτινοβολίας στα υπερδιαφραγματικά πεδία κυμάνθηκε από 20 έως 45 Gy. Τα αθροιστικά περιστατικά με sBC 30 χρόνια μετά τη θεραπεία για HD, ήταν 19% (ποσοστό αξιοπιστίας 95%, από 12% έως 29%). Για τις γυναίκες ηλικίας 25 έως 45 ετών σε αυτή τη σειρά, η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού ήταν 24 φορές υψηλότερη από ό,τι στον αντίστοιχο φυσιολογικό πληθυσμό. Συμπέρασμα: Οι γυναίκες που έλαβαν θεραπεία για HD στην παιδική ή εφηβική ηλικία έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού ως νεαρές ενήλικες. Ο κίνδυνος συνδέεται με προηγούμενη ακτινοθεραπεία και με την ηλικία κατά την οποία αυτή χορηγήθηκε (φάση εφηβείας). Εξαιτίας αυτών των ευρημάτων, ξεκίνησε ένα δομημένο πρόγραμμα απεικονιστικού ελέγχου του καρκίνου του μαστού για αυτή την ομάδα υψηλού κινδύνου, σε συνεργασία με τη Γερμανική Κοινοπραξία για τον κληρονομικό καρκίνο μαστού και ωοθηκών (Deutsches Konsortium für familiären Brust- und Eierstockkrebs).
ΒΑΣΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
● H υπερδιαφραγματική ακτινοθεραπεία που ακτινοβολεί περιοχές του θώρακα ως μέρος της θεραπείας για τη νόσο του Χότζκιν κατά την παιδική και εφηβική ηλικία οδηγεί τις γυναίκες σε υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης δευτερογενούς καρκίνου του μαστού (sBC) στην πρώιμη ενήλικη ζωή.
● Οι τεκμηριωμένες περιπτώσεις του sBC βασίζονται σε δεδομένα μακροχρόνιας παρακολούθησης 590 (αρχικά) ασθενών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία από το 1978 έως το 1995 σε γερμανο-αυστριακές θεραπευτικές δοκιμές.
● Η συχνότητα του καρκίνου του μαστού σε γυναίκες ασθενείς ηλικίας 25 έως 45 ετών που έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε θεραπεία για τη νόσο του Χότζκιν είναι 24 φορές υψηλότερη από ό,τι στον αντίστοιχο ηλικιακά γενικό πληθυσμό.
● Η εξάρτηση από την ηλικία υποδηλώνει μια ιδιαίτερη ευπάθεια των αδενικών κυττάρων στη φάση του πολλαπλασιασμού κατά την εφηβεία: μεταξύ των γυναικών που είχαν ακτινοβοληθεί στην υπερδιαφραγματική περιοχή σε ηλικία μικρότερη των 9 ετών, καμία δεν εμφάνισε αργότερα καρκίνο του μαστού, ενώ οι γυναίκες που είχαν λάβει υπερδιαφραγματική ακτινοβολία μεταξύ των ηλικιών 9 έως 16 ετών, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών του θώρακα, είχαν αθροιστική συχνότητα εμφάνισης 19% στα 30 χρόνια παρακολούθησης (ποσοστό αξιοπιστίας 95%: από 12% έως 29%).
● Στη Γερμανία, όπως και σε ορισμένες άλλες χώρες, έχει δημιουργηθεί ένα δομημένο απεικονιστικό πρόγραμμα για τον καρκίνο του μαστού για τις ασθενείς αυτής της ομάδας υψηλού κινδύνου. Το πρόγραμμα αυτό εφαρμόζεται από τη Γερμανική Κοινοπραξία για την κληρονομική θεραπεία του μαστού και των ωοθηκών σε συνεργασία με τους προηγούμενους προέδρους των δοκιμών HD, με τη συναίνεση των εθνικών συνδέσμων των ασφαλιστικών οργανισμών υγείας. Τέθηκε σε ισχύ το 2012.