Νέες έρευνες δίνουν νέα στοιχεία για την επιβίωση παιδιών, εφήβων που νόσησαν με καρκίνο.
«Οι πρόοδοι στην θεραπεία κατά των παιδιατρικών καρκίνων τις τελευταίες δεκαετίες έχουν συσχετιστεί με αξιοσημείωτες αυξήσεις στα ποσοστά επιβίωσης 5 ετών, με περισσότερο από το 80% των παιδιών και των εφήβων που διαγιγνώσκονται σήμερα να αναμένεται να ζήσουν τουλάχιστον 5 χρόνια», σύμφωνα με συγγραφείς της μελέτης.
«Μέχρι το 2020, ο πληθυσμός των επιζώντων από καρκίνο παιδικής ηλικίας προβλέπεται να αυξηθεί σε περισσότερα από 500 000 άτομα. Ως ενήλικες, οι επιζώντες του καρκίνου παιδικής ηλικίας αντιμετωπίζουν ουσιαστικά αυξημένους κινδύνους σοβαρής μακροχρόνιας νοσηρότητας και πρόωρου θανάτου, με σχεδόν 1 στους 3 επιζώντες να αναφέρουν σοβαρή ή απειλητική για τη ζωή κατάσταση 20 χρόνια μετά τη διάγνωση».
Η μελέτη αυτή χρησιμοποίησε στοιχεία από τη μελέτη Survivor Childhood Study για τους πενταετούς επιζώντες από καρκίνους παιδικής ηλικίας που διαγνώστηκαν μεταξύ του 1970 και του 1999.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα μοντέλο ανταγωνιστικών κινδύνων θνησιμότητας που περιλάμβανε καθυστερημένη υποτροπή, μεταγενέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τη θεραπεία, συμπεριλαμβανομένων των συνδεόμενων με την υγεία (επακόλουθων καρκίνων, καρδιακών συμβάντων, πνευμονικών παθήσεων κλπ.) και εξωτερικών αιτιών, και τα ποσοστά θνησιμότητας στην Αμερική.
Οι ασθενείς διαστρωματώθηκαν με στρατηγική θεραπείας (καμία ή μόνο χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία συν ακτινοθεραπεία), καθώς και κατάσταση Οξείας Λεμφοβλαστικής Λευχαιμίας κατά τις περιόδους : 1970-79, 1980-89 και 1990-99.
Τα κύρια αποτελέσματα ήταν η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής (πόσα χρόνια μπορεί να περιμένει να ζήσει ένας πεντάχρονος επιζών) ή ο αθροιστικός κίνδυνος θνησιμότητας και ο δεκαετής κίνδυνος θνησιμότητας στα 30, 40, 50, και 60 χρόνια.
Ο πληθυσμός της μελέτης ήταν 56% άνδρες με μέση ηλικία (SD) στη διάγνωση 7,3 (5,6) ετών. Η αναμενόμενη διάρκεια ζωής ήταν 48,5 έτη (επίπεδο αβεβαιότητας UI 95%, 47,6-49,6 έτη) για τους ασθενείς που διαγνώστηκαν το 1970-79, 53,7 έτη (95% UI, 52,6-54,7 έτη) για τους ασθενείς που διαγνώστηκαν το 1980-89 και 57,1 έτη (95% UI, 55,9-58,1 έτη) για τους ασθενείς που διαγνώστηκαν το 1990-99. Οι επιζώντες από καρκίνο του παιδιού σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν ποτέ καρκίνο είχαν μειωμένο προσδόκιμο ζωής 16 ετών (95% UI, 15,5-17,5 έτη) ή 25% (95% UI, 24% -27%), 12,3 έτη (95% UI, 11.3–13.4 έτη ) ή 19% (95% UI, 17%–20%) και 9.2 έτη (95% UI, 8.3–10.4 ετη)ή 14% (95% UI, 13% -16%) για ασθενείς με διάγνωση το 1970-79, 1980-89 και 1990-99, αντίστοιχα.
Οι τάσεις της θεραπείας άλλαξαν κατά τη διάρκεια της μελέτης. Η ομάδα 1970-79 ήταν πολύ λιγότερο πιθανό να λάβει μόνο χημειοθεραπεία από την ομάδα 1990-99 (18% έναντι 54%), ενώ η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μειώθηκε από 11,0 έτη (95% UI, 9,0-13,1 έτη) σε 6,0 έτη (95% UI, 4,5-7,6 έτη). Εν τω μεταξύ, « κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, μόνο μέτριες βελτιώσεις διαπιστώθηκαν στη διαφορά προσδόκιμου ζωής για τους επιζώντες που έλαβαν ακτινοθεραπεία (21,0 έτη [95% UI, 18,5-23,2 έτη] σε 17,6 έτη [95% UI, 14,2-21,2 έτη ] ή με ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία (17,9 έτη [95% UI, 16,7-19,2 έτη] σε 14,8 έτη [95% UI, 13,1-16,7 έτη])», παρατηρούν οι συγγραφείς της μελέτης. Όταν διαστρωματίστηκαν με διάγνωση, η πλειονότητα των ασθενών είχε οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, για την οποία η διαφορά προσδόκιμου επιβίωσης μειώθηκε από 14,7 έτη (95% UI, 12,8-16,5 έτη) σε 8,0 έτη (95% UI, 6,2-9,7 έτη) κατά την διάρκεια της μελέτης.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική έκδοση JAMA Oncology.
“Τα ευρήματά υπογραμμίζουν την ανάγκη συνεχούς παρακολούθησης της υγείας των επιζώντων για τη διαχείριση των κινδύνων πρόωρης θνησιμότητας και την ανάγκη για νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις για την ελαχιστοποίηση των πρώιμων κινδύνων θνησιμότητας, ειδικά για τις διαγνώσεις καρκίνου για τις οποίες η ακτινοθεραπεία παραμένει βασικό συστατικό της θεραπείας”.