Σύμφωνα με μια νέα έρευνα του Κέντρου Παιδικού Καρκίνου και Ασθενειών Αίματος Ντέινα-Φάρμπερ της Βοστόνης και της Σχολής Δημόσιας Υγείας Τ.Η.Τσαν του Χάρβαρντ, η συνολική – σχετιζόμενη με την υγεία – ποιότητα ζωής νεαρών ατόμων που νίκησαν τον καρκίνο σε παιδική ηλικία μοιάζει με αυτή ενός μεσήλικα.
Σε μια έρευνα που δημοσιεύτηκε αυτή την περίοδο στο επιστημονικό περιοδικό Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου (National Cancer Institute), οι ερευνητές μας δείχνουν ότι οι νικητές κατά του καρκίνου σε παιδική ηλικία που είναι πλέον από 18 έως 29 ετών, αναφέρουν ότι έχουν μια συνολική ποιότητα ζωής στην υγεία παρόμοια με αυτή που αναφέρεται από ενήλικες του γενικού πληθυσμού, που είναι σαραντάρηδες.
Η βασική μεταβλητή που καθορίζει την αίσθηση των ανθρώπων στην ευεξία είναι η παρουσία ή απουσία των χρόνιων προβλημάτων υγείας.
Παιδιά που επέζησαν από τον καρκίνο βρέθηκαν να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες καρδιακών ασθενειών, προβλήματα γονιμότητας, προβλήματα του αναπνευστικού, καρκίνους και άλλες χρόνιες διαταραχές σχετιζόμενες σε μεγάλο βαθμό με τις χημειοθεραπείες, τη ραδιενέργεια και τις επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκαν.
Εξετάζοντας τους δείκτες υγείας σε άτομα ηλικίας από 18 έως 49 ετών, οι οποίοι συμμετείχαν στην Εθνική Μελέτη Επιζώντων Παιδικού Καρκίνου (CCSS), οι ερευνητές βρήκαν ότι μόνο ένας στους πέντε ανέφερε ότι δεν είχε χρόνια προβλήματα.
Καθώς οι νικητές κατά του παιδικού καρκίνου αυξήθηκαν ουσιωδώς από το 1970, η έρευνα διευρύνθηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μειωθεί η τοξικότητα της θεραπείας, με σκοπό την ελαχιστοποίηση μεταγενέστερων επιδράσεων, αλλά και τη θεραπεία της ασθένειας.
Αν και ένας αριθμός παιδιατρικών καρκίνων πλέον αντιμετωπίζεται με λιγότερο εντατικές θεραπείες, επιθετικές αντιμετωπίσεις με υψηλές τοξικότητες παραμένουν μέρος της θεραπείας.
«Αυτή η έρευνα παρέχει έναν αρκετά προσιτό τρόπο να συγκρίνουμε ενήλικες που νίκησαν τον καρκίνο σε παιδική ηλικία με τον γενικό πληθυσμό, όσον αφορά την ποιότητα ζωής τους που σχετίζεται με την υγεία, που φυσιολογικά φθίνει όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν», αναφέρει η MD Λίζα Ντίλερ, επικεφαλής σύμβουλος ιατρός του Κέντρου Ντέινα-Φάρμπερ της Βοστόνης και επικεφαλής αρθρογράφος της έρευνας. «Τα ευρήματά μας δείχνουν μια ραγδαία γήρανση των επιζώντων από καρκίνο της παιδικής ηλικίας και μας βοηθάνε επίσης να κατανοήσουμε τους κινδύνους υγείας που συνδέονται με τον καρκίνο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Το ενθαρρυντικό είναι ότι μια χαμηλή ποιότητα ζωής συνδέεται με τις χρόνιες παθήσεις που εμφανίζονται μετά τη θεραπεία, κι όχι καθαρά με το ιστορικό του παιδικού καρκίνου. Αν καταφέρουμε να περιορίσουμε τις παθήσεις που σχετίζονται με τη θεραπεία του καρκίνου, αλλάζοντας αυτήν, τότε ο παιδικός καρκίνος θα είναι μια βραχύβια κι όχι χρόνια ασθένεια».
Η μελέτη του επιστημονικού περιοδικού του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου είναι η πρώτη που έκανε χρήση των αποτελεσμάτων του Ερευνητικού Πάνελ Δαπανών Υγείας (MEPS) προκειμένου να προβεί σε συγκρίσεις της ποιότητας ζωής του γενικού πληθυσμού με αυτήν των επιζώντων παιδικού καρκίνου. Τα στοιχεία της έρευνας για τον γενικό πληθυσμό, τα οποία περιελάμβαναν ερωτήσεις καταστάσεως υγείας και δημογραφικής φύσεως, είχαν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν στην σύγκριση αυτοαναφορών υγείας από άτομα γενικού πληθυσμού, με αυτούς που είχαν συγκεκριμένες παθήσεις, όπως για παράδειγμα ασθένειες στο συκώτι, χρόνιους πόνους και AIDS.
Εκτός από την χρήση των στοιχείων του MEPS, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν και πληροφορίες από την Εθνική Μελέτη Επιζώντων Παιδικού Καρκίνου (CCSS) όσον αφορά τα αδέλφια των επιζώντων του παιδικού καρκίνου. Τα ευρήματα των αδελφών τους έμοιαζαν με αυτά του MEPS.
Χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες καταστάσεων υγείας που συλλέχθηκαν από ενήλικες ηλικίας 18 έως 49 ετών, επιζώντες παιδικού καρκίνου, οι ερευνητές απέδωσαν μια βαθμολογία στην ποιότητα ζωής λόγω υγείας, με το 1 να σημαίνει «τέλεια υγεία» και το 0 να σημαίνει «θάνατος». Ανακάλυψαν ότι οι επιζώντες παιδικού καρκίνου που δεν είχαν παρουσιάσει χρόνιες παθήσεις είχαν σκορ παρόμοια με αυτά του γενικού πληθυσμού. Επιζώντες με χρόνιες παθήσεις,όμως, είχαν σκορ ανάλογα με αυτά του γενικού πληθυσμού που είχαν δηλώσει χρόνιες ασθένειες.
Τα ευρήματα περιλαμβάνουν:
• Παρατηρηση πρώιμης μείωσης ποιότητας ζωής λόγω υγείας: Νεαροί ενήλικες, ηλικίας από 18 έως 29, είχαν μέσο όρο σκορ 0,78 στην κλίμακα 0-1, περίπου ισοδύναμο με τις αναφορές ατόμων ηλικίας 40-49 του γενικού πληθυσμού.
• Όσο πιο χρόνιες είναι οι παθήσεις, τόσο χαμηλότερο βγαίνει το σκορ. Επιζώντες χωρίς χρόνια προβλήματα είχαν μέσο όρο 0,81 στην ποιότητα ζωής. Όσοι ανέφεραν δύο (2) χρόνιες παθήσεις, είχαν χαμηλότερο σκορ, στο 0,77. Όσοι είχαν τρεις (3) χρόνιες παθήσεις, πιο έντονες και πιο επικίνδυνες για την υγεία, είχαν μέσο όρο 0,70.
«Με τη διενέργεια συγκρίσεων των επιζώντων με τον γενικό πληθυσμό, τα ευρήματά μας παρέχουν ένα πλαίσιο προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα, πώς η εμπειρία της πάθησης καρκίνου μπορεί να επηρεάσει την μακροχρόνια ευεξία του επιζώντα», αναφέρει η PhD Τζένιφερ Γιε, επικεφαλής αθρογράφος της έρευνας και ερευνήτρια του Κέντρου Αποφάσεων Υγείας του Χάρβαρντ. «Είναι ένας διαφορετικός τρόπος να κατανοήσουμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιζώντες, και πού ακριβώς πρέπει να επικεντρωθούμε προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής τους μακροπρόθεσμα».
Μετάφραση: Μιχαήλ Κεραμιώτης