Η μαμά Ελένη γράφει στον Αντώνη της…
“Ήρωας ή μαχητής είναι συνήθως οι λέξεις που συνοδεύουν τα παιδιά μας… για μένα είναι μόνο παιδιά… Κανένα παιδί δεν διάλεξε να γίνει ήρωας ή να παλέψει με τον καρκινο-τέρας, γιατί είναι απλά ένα παιδί και απλά φοβάται… Κι όμως αναγκάζεται να παλέψει, να πολεμήσει, να πέσει και να σηκωθεί, να τα βάλει με το τέρας που κανένας άλλος δεν θα τολμούσε όσο δυνατός, όσο ήρωας, όσο μαχητής κι αν ήταν…
Όπου και να στρέψεις το βλέμμα σου, όταν μπαίνεις στο νοσοκομείο, συναντάς μικρά παιδιά που άθελα τους έγιναν ήρωες για να παλέψουν και να νικήσουν το τέρας, για να μπορέσουν να ζήσουν και πάλι σαν παιδιά, όχι σαν ήρωες…
Αυτά τα παιδιά, λοιπόν, που παλεύουν με το τέρας παύουν να είναι παιδιά σκέτα, γίνονται σοφοί του κόσμου, γίνονται παιδιά σωματικά και ψυχικά πληγωμένα που παλεύουν για να νικήσουν, για να φύγουν μακριά από το μέρος που μισούν – το νοσοκομείο, για να παίξουν και πάλι, για να αποκτήσουν μια συνηθισμένη ζωή όπως τόσοι και τόσοι, για να ξεχάσουν, για να μπορέσουν να αγαπήσουν και να ανακαλύψουν και πάλι τη ζωή… τη ζωή που δεν γνωρίζουν ή που έχουν ξεχάσει πως υπάρχει έξω από το νοσοκομείο…
Και υπάρχουν παιδιά που αναγκάζονται να γίνουν ήρωες ξανά και ξανά… γιατί το τέρας είναι εκεί και δεν τους έχει ξεχάσει… και πώς να πεις σ’ αυτό το παιδί να ξαναγίνει ήρωας και να ξαναπαλέψει ενώ σου λέει πως δεν θέλει, πως θέλει να είναι απλά ένα παιδί… Και δεν υπάρχουν λόγια, αποδείξεις, υποσχέσεις που μπορείς να δώσεις σε όλα αυτά που σε ρωτάει, σε όλα όσα δεν θέλει να κάνει κι εσύ του λες πρέπει…
Και περνάς την πόρτα του νοσοκομείου, κάποιοι για πρώτη φορά, κάποιοι για δεύτερη και κάποιοι για περισσότερες φορές… και το αίσθημα παραμένει ίδιο, δεν αλλάζει.
Τα αισθήματα που σε κατακλύζουν είναι φόβος, τρόμος, αγωνία, απελπισία, πόνος, και αμέτρητα γιατί… και κάθε φορά που μπαινοβγαίνεις από αυτή την πόρτα αναρωτιέσαι «άραγε πως θα φύγουμε από εδώ..?». Για να μπορέσεις όμως να κρατηθείς όρθιος αναγκάζεσαι να βάλεις στην ψυχή και στο μυαλό σου την ελπίδα κι ας μην τη βλέπεις πουθενά τριγύρω, την ψάχνεις ανάμεσα στα άλλα παιδιά που παλεύουν και αγωνίζονται και στους γονείς τους. Προσπαθείς με κάθε τρόπο να την συναντήσεις για να μπορέσεις να κρατηθείς από κάπου έστω και για λίγο…έστω και στα ψέματα…
Μπαίνεις στην κλινική και ξεκινά το μαρτύριο, ένας ατέλειωτος θρήνος, δάκρυα που προσπαθείς να κρύψεις, πόνος αξεπέραστος, πληγές τόσο βαθιές που δεν κλείνουν και δεν θα κλείσουν ποτέ, αγωνία όχι για το αύριο αλλά για το επόμενο λεπτό, ατέλειωτα βράδια προσπαθώντας να κλείσεις τα μάτια κι από μπροστά τους να περνάει σαν μια ατέλειωτη ταινία μια και μόνο λέξη «…καρκίνος, καρκίνος, καρκίνος…», και να τρομάζεις τόσο που προτιμάς να παραμείνεις όλο το βράδυ με τα μάτια ανοιχτά θαρρείς και η λέξη είναι αυτή που σε τρομάζει, και νομίζεις πως αν παραμείνεις άυπνος θα βρεις τη λύτρωση!
Να κρέμεσαι από τα χείλη των γιατρών και των άλλων γονιών γιατί θέλεις να μάθεις…τι άραγε όμως?
Να έρχονται οι γιατροί και να παρακαλάς να σου πουν «Συγνώμη λάθος, μπορείτε να φύγετε, το παιδί δεν έχει τίποτα», να λες μακάρι να ήμουν εγώ άρρωστη και να σου λέει το παιδί σου «όχι μαμά κανένας να μην ήταν άρρωστος ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε ο μπαμπάς», να κλαις και το παιδί σου να μη σε ρωτάει ποτέ γιατί κλαις, να πονάς τόσο και να κάνεις τον κλόουν για να δεις το παιδί σου έστω και για λίγο να γελά, να ζητάς βοήθεια απελπισμένος από θεούς κι ανθρώπους… Να βλέπεις τόσο πόνο στο παιδί σου κι εσύ να του λες πρέπει…και το πιο τραγικό να σου ζητάει ή μάλλον να σε παρακαλάει το ίδιο σου το παιδί για βοήθεια, να τους πεις να σταματήσουν αυτόν τον πόνο κι εσύ να πρέπει να πετρώσεις και να του λες «πρέπει…».
Κι όταν ο φόβος, ο πόνος κι ο τρόμος τον κυκλώνουν και δεν τον αφήνουν να δει τίποτα άλλο να σου λέει μακάρι να ήσουν εσύ άρρωστη, κι εσύ να εύχεσαι και να λες μακάρι παιδί μου να μπορούσαμε να αλλάξουμε, να υπήρχε η δυνατότητα επιλογής. Να σε «μισεί» και να σε «κατηγορεί» το ίδιο σου το παιδί ότι εσύ φταις, αλλά και να σ’ αγαπάει και να σε χρειάζεται τόσο πολύ που δεν σ’ αφήνει να λείψεις ούτε λεπτό. Κι εσύ να μισείς τον εαυτό σου γιατί νιώθεις ανήμπορος, γιατί θέλεις να πάρεις το παιδί σου μακριά από εκεί και να φύγεις, αλλά δεν μπορείς…
Και στο τέλος να φτάνει η ώρα που έχει τελειώσει τις θεραπείες κι ενώ θες να φύγεις τρέχοντας και να τσιρίξεις γιατί νομίζεις ότι έτσι θα τα βγάλεις όλα από μέσα σου, να συγκρατείς τον εαυτό σου γιατί δεν ξέρεις αν πρέπει να χαρείς, γιατί φοβάσαι το αύριο! Να λες στο παιδί σου, των 7 μόλις χρόνων που μπήκε από τα 4 του σ’ αυτή την άνιση μάχη, ότι τελειώσαμε, τουλάχιστον για τώρα και αυτή τη φορά, και εκείνο να στέκεται έξω από τις πόρτες της κλινικής και να σου λέει τέτοια λόγια κοιτάζοντάς σε στα μάτια που μπορούν μόνο να σε συγκλονίσουν, να σε κάνουν να νιώσεις τόσο μικρός, τόσο ασήμαντος, τόσο λίγος «…μαμά, εύχομαι κανένα παιδί να μην αρρωστήσει ποτέ και όλα τα παιδιά να φύγουν από εδώ…». Να προσπαθείς να κρατήσεις τα δάκρυα σου, να θέλεις να πέσεις στα γόνατα και να υποκλιθείς στον άγγελο που βρίσκεται μπροστά σου, να θαυμάζεις ένα μικρό παιδί γεμάτο όμως με τόση σοφία και με τόση αγάπη για τα παιδιά που βιώνουν τόσο πόνο και μένουν πίσω, ενώ αυτός φεύγει! Και ίσως πίσω από αυτά τα λόγια να κρύβεται αυτή η ευχή και για τον ίδιο, και να συγκλονίζεσαι από το τόσο φοβισμένο παιδί, που πάλεψε τόσο ηρωικά…!
Να φεύγεις από εκεί και να μην ξέρεις που βαδίζεις, ποιον δρόμο πρέπει να πάρεις, από πού να ξεκινήσεις και που να φτάσεις… Το μυαλό σου, η ψυχή σου, η καρδιά σου να θέλουν να τρέξουν τόσο γρήγορα και τόσο μακριά αλλά το ένα πόδι σου, η μισή σου σκέψη, η μισή καρδιά σου να σε κρατά στυλωμένο εκεί… Να θέλεις να χαρείς, να γελάσεις με την ψυχή σου και αυτό το γέλιο να μην έρχεται, να παραμένει κλειδωμένο πίσω από την πόρτα της αγωνίας, της αβεβαιότητας, του πόνου, του φόβου! Να κοιμάσαι και κάθε βράδυ να παρακαλάς και να ζητάς μόνο να ξυπνήσεις και να πεις ότι όλο αυτό ήταν ένα κακό όνειρο…αλλά μάταια!
Ο φόβος σε κυριεύει κάθε φορά που κάνεις εξετάσεις και βλέπεις κάτι που δεν είναι και τόσο καλό και δεν ξέρεις τι να κάνεις, δεν ξέρεις ποιος θα σου δώσει την απάντηση που εσύ γυρεύεις… Απελπισμένος θέλεις να ακούσεις αυτό που λαχταράς και να μην ακούσεις αυτό που τρέμεις και φοβάσαι. Και ξεκινάς να κάνεις σενάρια όπου κυριαρχεί ο φόβος, ο πόνος, ο τρόμος, πικρές σκέψεις γιατί η αισιοδοξία και η ελπίδα νιώθεις να σε έχουν εγκαταλείψει, να σε έχουν ξεχάσει, να μην υπάρχεις γι’ αυτές. Κοιτάς το τόσο όμορφο στην ψυχή παιδί σου, που προσπαθεί κι αυτό να ξεχάσει, να προχωρήσει, να γαληνέψει και αναρωτιέσαι «και τώρα τι?».
Βασανίζεσαι γιατί καταλαβαίνεις ότι βλέπει, ότι νιώθει την αγωνία σου, τον πόνο σου, τον φόβο σου… Κι όμως δεν τολμά να σε ρωτήσει γιατί φοβάται την απάντηση που θα δώσεις, κι ας είναι μόνο 7 χρόνων! Προσπαθείς να κάνεις συνέχεια τον κλόουν κι ας μην έχεις πια αποθέματα, δύναμη, κουράγιο…Να έχεις στερέψει, να έχεις αδειάσει αλλά τελικά ένα μικρό παιδί και τόσο «μεγάλο» παράλληλα να σου δίνει δύναμη να προχωρήσεις, κι ας μην το καταλαβαίνει!
Εσύ όμως το νιώθεις ότι παλεύει κάθε μέρα, κάθε λεπτό και ελπίζει να μην χρειαστεί να ξαναγίνει ήρωας αλλά να παραμείνει απλά ένα παιδί…
Σ’ αγαπώ πιο πολύ, Αντωνάκη μου!!!
Η μαμά σου”