Του Γεράσιμου Α. Ρηγάτου
Παθολόγου – Ογκολόγου
Πηγή: http://ygeia.tanea.gr/
Η διάγνωση του καρκίνου αποτελεί αληθινό σοκ για τον ασθενή, αλλά και για τους οικείους του –στην αρχή τουλάχιστον, γιατί καθώς περνάει ο καιρός εκδηλώνεται μια αλληλουχία συναισθημάτων που σηματοδοτούν τα πέντε στάδια της ψυχολογίας του καρκίνου.
Οι επιπτώσεις του καρκίνου στην ψυχική σφαίρα είναι σημαντικού ενδιαφέροντος ζήτημα, που αποτελεί εδώ και δεκαετίες αντικείμενο μελέτης από γιατρούς και ψυχολόγους και έχει οδηγήσει στην ταξινόμησή τους σε στάδια.
Η πιο γνωστή από τις ταξινομήσεις αυτές είναι εκείνη της Elisabeth Kuebber Ross, που διακρίνει τις ψυχολογικές αντιδράσεις σε πέντε στάδια. Τα στάδια αυτά δεν ισχύουν μόνον για τους ασθενείς με αρχικού σταδίου καρκίνους, αλλά και για τους πάσχοντες από καρκίνο τελικού σταδίου, ενώ ισχύουν και για τους συγγενείς τους οι οποίοι περνούν από ανάλογες ψυχικές διεργασίες.
Το πρώτο στάδιο είναι η άρνηση της πραγματικότητας. Ο ασθενής αμφισβητεί την αλήθεια που του ανακοινώνεται. Υποθέτει ότι ο γιατρός έχει κάνει λάθος, ζητάει άλλες γνώμες, δεν αξιολογεί τα τυχόν ενοχλήματα και συμπτώματά του, ενώ κάνει μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ασθενείς αντιμετωπίζουν με αδιαφορία το πρόβλημά τους, σαν να αφορά κάποιο τρίτο πρόσωπο και όχι τους ίδιους.
Το δεύτερο στάδιο είναι η οργή. Ο ασθενής επαναστατεί κατά των γεγονότων, συχνά και κατά των γιατρών, είτε για τη διάγνωση είτε για την καθυστέρηση της διάγνωσης. Επαναστατεί ακόμα και κατά των οικείων του, κατά της κοινωνίας ή και του Θεού.
Το τρίτο στάδιο είναι η διαπραγμάτευση. Ο ασθενής, έχοντας αποδεχθεί την πραγματικότητα, προσπαθεί να εξασφαλίσει τις μεγαλύτερες δυνατότητες θεραπείας και τις καλύτερες συνθήκες αντιμετώπισής του _ στο πλαίσιο αυτό υπόσχεται αμοιβές και δώρα, προσεύχεται και τάζει στα Θεία, εκφράζει εμπράκτως ευγνωμοσύνη προς τους οικείους του κ.λπ. Επίσης, «διαπραγματεύεται» περισσότερη ζωή όχι γι’ αυτόν, αλλά για κάποια άλλα πρόσωπα ή κάποιες υποχρεώσεις («ώσπου να παντρέψω την κόρη μου» ή «ώσπου να τελειώσει ο γιος μου τις σπουδές» κ.λπ.).
Το τέταρτο στάδιο χαρακτηρίζεται από κατάθλιψη. Ο πάσχων, νιώθοντας ότι το πρόβλημά του δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς και ικανοποιητικά παρά τη μέχρι τώρα θεραπεία και τη δική του συνεργασία και στάση, εκδηλώνει δευτερογενή κατάθλιψη, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αυτοκτονικό ιδεασμό που όμως σπανιότατα πραγματοποιείται.
Το πέμπτο στάδιο είναι η ήρεμη αποδοχή της αλήθειας. Έπειτα από τη μακρά διαδρομή της νόσου και έχοντας περάσει την εμπειρία της διάγνωσης, των θεραπειών, των υποτροπών, των νέων συμπτωμάτων, των νέων θεραπειών κ.λπ., ο ασθενής προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ασθένειά του, αντλώντας από τη ζωή του όσες χαρές μπορεί και ετοιμάζοντας τον εαυτό του για το τέλος, όποτε κι αν αυτό έρθει.
Είναι αυτονόητο ότι ούτε όλοι οι ασθενείς περνούν απ’ όλα τα στάδια ούτε η αλληλουχία τους είναι πάντοτε η ίδια. Υπάρχουν επίσης συχνά παλινδρομήσεις ή και αναμείξεις των αντιδράσεων. Παρ’ όλα αυτά, η ταξινόμηση αυτή παραμένει διδακτική και επιτυχής και ερμηνεύει αρκετές από τις ψυχολογικές αντιδράσεις των ασθενών με καρκίνο.
Σοβαρή κατάθλιψη
Η ανασκόπηση της ιατρικής βιβλιογραφίας αποκαλύπτει ότι, κατά προσέγγιση, ένας στους δύο ασθενείς με καρκίνο εκδηλώνει ψυχιατρικές επιπτώσεις εξαιτίας της ασθένειάς του.
Από όσους εκδηλώνουν ψυχιατρική νοσηρότητα, περίπου το 70% αναπτύσσει συναισθηματικές διαταραχές του τύπου του αντιδραστικού άγχους και της αντιδραστικής κατάθλιψης. Μείζονα κατάθλιψη, εξάλλου, εκδηλώνει ποσοστό 10% – 15% των ασθενών, ενώ ανάλογο ποσοστό παρουσιάζει οργανικό ψυχοσύνδρομο.
Η διάγνωση της μείζονος κατάθλιψης είναι ιδιαιτέρως επιτακτική. Οι πάσχοντες από αυτήν εμφανίζουν καθημερινά και για μεγάλο μέρος της κάθε ημέρας τα συμπτώματα που ακολουθούν:
– Καταθλιπτικό συναίσθημα
– Αξιοσημείωτη μείωση ενδιαφέροντος για κάθε δραστηριότητα
– Σημαντική μεταβολή του σωματικού βάρους (μεγαλύτερη του 5% προς τα πάνω ή προς τα κάτω) κάθε μήνα
– Αϋπνία ή υπερβολικό ύπνο (υπερυπνία)
– Ψυχοκοινωνική ανησυχία ή αναβολή
– Κόπωση ή/και απώλεια της ενεργητικότητας
– Συναισθήματα αυτοϋποτίμησης ή ενοχής
– Δυσκολία στη συγκέντρωση κατά τη λειτουργία της σκέψης
– Επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου
Η παρουσία 5 από τα 9 συμπτώματα που προαναφέρθηκαν σημαίνει πως ο ασθενής έχει μείζονα κατάθλιψη. Η χορήγηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων συμβάλλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Επιπτώσεις των θεραπειών
Ας σημειωθεί ότι την ήδη βεβαρημένη, λόγω της διαγνώσεως, ψυχική κατάσταση του ασθενούς, επιβαρύνουν και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι αντικαρκινικές θεραπείες.
Ο ακρωτηριασμός (όπως λ.χ. η μαστεκτομή, η ορχεκτομή ή ο ακρωτηριασμός ενός άκρου) αλλάζει την εικόνα του σώματος ή επιφέρει βαριά αναπηρία, επιβαρύνοντας πολύ τον ψυχισμό του ασθενούς.
Το ίδιο κάνουν και οι παρενέργειες των θεραπειών – όπως η ναυτία, ο εμετός, η κακουχία και η αδυναμία που συχνά παρατηρούνται στη διάρκεια της χημειοθεραπείας αλλά και της ακτινοθεραπείας ή η αλλαγή της εικόνας του σώματος που οφείλεται στη λήψη ορμονών (λ.χ. γυναικομαστία που παρατηρείται σε άντρες που κάνουν ορμονική θεραπεία για τον καρκίνο του προστάτη).
Πλήγμα για την ψυχή αποτελεί επίσης ο πόνος κατά τη διαδρομή του καρκίνου, ο οποίος δεν έχει μόνο σωματικές συνιστώσες αλλά και ψυχικές, καθώς σχετίζεται με το άγχος και την κατάθλιψη. Κι ακόμα έχει κοινωνικές συνιστώσες (προβλήματα, έλλειψη υποστήριξης, ανέχεια κ.λπ.), που επιβαρύνουν ως τρίτη διάσταση το σύνθετο φαινόμενο του πόνου.
Οι ενοχές των ασθενών
Ένα από τα πιο περίεργα συναισθήματα που μπορεί να εμφανιστούν στον ασθενή και στους οικείους του είναι οι ενοχές.
Οι ασθενείς λ.χ. που έχουν αναπτύξει καρκίνο σχετιζόμενο με το κάπνισμα (όπως καρκίνο του πνεύμονα, του λάρυγγα ή της ουροδόχου κύστεως) συχνά αισθάνονται ενοχές επειδή κατά κάποιον τρόπο προκάλεσαν οι ίδιοι τον καρκίνο στον εαυτό τους. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα γι’ αυτούς όταν οι γιατροί δίνουν έμφαση σε ερωτήσεις σχετιζόμενες με τη συνήθεια του καπνίσματος ή τους τονίζουν τον βλαπτικό του ρόλο.
Αισθήματα ενοχών παρατηρούνται συχνά και σε γυναίκες με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, επειδή αυτός οφείλεται σε ιούς που μεταδίδονται με την σεξουαλική επαφή, αλλά και στους εφήβους ή νεαρούς ενήλικες με καρκίνο του όρχεως – αρκετοί εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να φορτώνονται με ενοχές για πραγματικές ή υποθετικές «αμαρτίες» που έκαναν και για «θεϊκή τιμωρία».
Ακόμα, άνθρωποι με ορισμένους τύπους καρκίνου, για τους οποίους υπάρχει οικογενής (κληρονομούμενη) προδιάθεση αισθάνονται ενοχή για την κληρονομική «παρακαταθήκη» που αφήνουν στα παιδιά τους (λ.χ. γυναίκες με καρκίνο μαστού, άτομα με καρκίνο σε έδαφος οικογενούς πολυποδίασης κ.ά).
Ωστόσο, ενοχές δεν νιώθουν οι ασθενείς μόνο για την αιτιολογία του καρκίνου τους, αλλά και για την καθυστερημένη διάγνωση: άργησαν να πάνε στον γιατρό παρότι, λ.χ., είχαν επίμονο βήχα ή πτύελα με αίμα που υποδήλωναν ότι κάτι δεν πάει καλά με τους πνεύμονές τους ή αίμα στα κόπρανα που υποδήλωνε ότι «κάτι έχει» το παχύ έντερο. Ή πάλι, στις γυναίκες, άργησαν να απευθυνθούν στον γιατρό όταν ψηλάφισαν ή είδαν κάτι στον μαστό τους. Ή ακόμα, καθυστέρησαν να πάνε για το ετήσιο τσεκάπ τους.
Ένας άλλος παράγοντας που αποτελεί αιτία ενοχών στους ασθενείς με καρκίνο είναι η αίσθηση ότι ταλαιπωρούνται οι συγγενείς τους εξαιτίας τους – όχι μόνο γιατί διαθέτουν τον χρόνο τους και παραμελούν τη δουλειά και τις άλλες υποχρεώσεις τους, αλλά και γιατί τους επιβαρύνουν οικονομικά. Το γεγονός αυτό δημιουργεί επιπλέον στους ασθενείς ένα αίσθημα εξάρτησης και ανικανότητας να αυτοδιαχειριστούν τις υποθέσεις τους. Οι ενοχές για την ταλαιπωρία των άλλων μπορεί να οδηγήσουν σε αντιδραστική κατάθλιψη, αλλά κάποιες φορές και σε επιθετικότητα η οποία μπορεί να προκαλέσει πρόσθετες ενοχές, οδηγώντας σε έναν ανατροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο.
Όταν το παιδί έχει καρκίνο…
Στους συγγενείς των πασχόντων επίσης μπορεί να εμφανιστούν ενοχές – ένα φαινόμενο που είναι ιδιαίτερα συχνό σε γονείς των οποίων τα μικρά παιδιά διαγιγνώσκονται με την οποιαδήποτε μορφή καρκίνου.
Οι λόγοι που προκαλούν ενοχές και τα συνακόλουθα ψυχολογικά προβλήματα στους γονείς ποικίλλουν και, κατά κανόνα, δεν έχουν καμία σχέση με τους παιδιατρικούς καρκίνους. Ο γονιός μπορεί να αναφέρεται γενικώς και αορίστως σε αμαρτίες για τις οποίες τον τιμωρεί ο Θεός μέσω της αρρώστιας του παιδιού του ή, ιδίως στην περίπτωση της μητέρας, να βασανίζεται επειδή λ.χ. πήρε ορμονικά ή άλλα φάρμακα, κάπνιζε, παραμελούσε το παιδί ή το μάλωνε.
Επειδή εξάλλου ο καρκίνος στα παιδιά δεν είναι συνήθης, η διάγνωση μπορεί να καθυστερήσει. Αυτό συχνά αποτελεί πρόσθετη πηγή ενοχών για τους γονείς: άσχετα από το ποια είναι η αλήθεια, αισθάνονται ότι δεν αξιολόγησαν σωστά και εγκαίρως τα συμπτώματα του παιδιού, δεν πίστεψαν όσο έπρεπε τα αναφερόμενα συμπτώματα, δεν επέλεξαν τον σωστό γιατρό κ.ά. Συχνά οι ενοχές αυτές τους οδηγούν σε αυτομομφή και κατάθλιψη. Άλλοτε όμως θεωρούν ως υπεύθυνους τους γιατρούς, εναντίον των οποίων εκφράζουν επιθετικότητα.
Τι να κάνετε
Σε ένα σύστημα υγείας ανεπτυγμένο με πληρότητα, είναι αυτονόητο ότι ο άρρωστος θα έπρεπε να παρακολουθείται τόσο από ψυχολόγο (ή/και ψυχίατρο κατά περίπτωση) όσο και από κοινωνικό λειτουργό, που θα δραστηριοποιούνταν όλοι στα πλαίσια της θεραπευτικής ομάδας.
Επειδή όμως –δυστυχώς– αυτό δεν συμβαίνει στον τόπο μας, θα έπρεπε ο θεράπων γιατρός να παραπέμπει σε τέτοιες υπηρεσίες που λειτουργούν στα πλαίσια κοινωνικών φορέων (λ.χ. Αντικαρκινική Εταιρεία, Κέντρα Ημέρας της Εταιρείας Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Κέντρα Ψυχικής Υγιεινής κ.λπ.) ή σωματείων πασχόντων και εθελοντών ή (έστω) στις υποστελεχωμένες Κοινωνικές Υπηρεσίες των νοσοκομείων.
Επειδή, όμως, ούτε αυτό συμβαίνει πάντα, θα πρέπει συγγενείς και ασθενείς να γνωρίζουν την ύπαρξη δομών που μπορεί να καλύψουν τέτοιες ανάγκες. Ανάλογα δε, πρέπει και οι συγγενείς να αντιμετωπίζουν τις παραπλήσιες ανάγκες που τους έχει προκαλέσει η νόσος του οικείου προσώπου. Γιατί μόνο με την ολοκληρωμένη βιοψυχοκοινωνική αντιμετώπιση μπορούμε να έχουμε – σε κάθε περίπτωση – τη βέλτιστη αντιμετώπιση του καρκίνου, ανεξάρτητα από τον τύπο του και τη φάση στην οποία βρίσκεται η νόσος.