Το λεμφοίδημα είναι μια πάθηση που παρουσιάζεται με αύξηση του όγκου των άνω ή κάτω άκρων λόγω δυσλειτουργίας του λεμφικού συστήματος και δυστυχώς επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Το λεμφοίδημα είναι το οίδημα ενός τμήματος του σώματος, ιδιαίτερα των άκρων, που προκαλείται από την ανώμαλη συσσώρευση του λεμφικού υγρού.
Η λέμφος αποτελεί μέρος του αμυντικού μηχανισμού του σώματος, αφού καθαρίζει τους ιστούς από τους παθογόνους οργανισμούς, στη συνέχεια φιλτράρεται μέσα από τους λεμφαδένες και τέλος ενώνεται με την φλεβική κυκλοφορία στην πορεία προς την καρδιά.
Συμπτώματα
Αρχικά εμφανίζεται ένα βάρος
κυρίως στο ανώτερο τμήμα του άκρου, μούδιασμα και ελαφρύς πόνος.
Στη συνέχεια εμφανίζεται ελαφρύ οίδημα που υποχωρεί όταν το άκρο τοποθετηθεί σε
ανάρροπη θέση.
Προοδευτικά το οίδημα οργανώνεται, ενώ πρωτεΐνη και νερό συσσωρεύονται στους
ιστούς.
Επιπτώσεις
Αν το λεμφοίδημα δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, θα οδηγήσει σε προοδευτική σκλήρυνση της περιοχής και κατόπιν σε λεμφοστατική ελεφαντίαση, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση του οιδήματος, σε βαθμό τέτοιο που το άκρο να θυμίζει το άκρο ενός ελέφαντα, σκλήρυνση του δέρματος με την μορφή χόνδρων ή ανάπτυξη σαρκωμάτων.
Η επίπτωση του λεμφοιδήματος του βραχίονα εξαρτάται από την έκταση της χειρουργικής επέμβασης, τον αριθμό των αφαιρεθέντων λεμφαδένων, την ακτινοθεραπεία καθώς και την ηλικία και το βάρος της ασθενούς.
Το δευτεροπαθές λεμφοίδημα του βραχίονα είναι πιο σύνηθες σε παχύσαρκες ασθενείς. Γυναίκες μεγαλύτερες των 55 ετών αναπτύσσουν κλινικά σημαντικό λεμφοίδημα σε ποσοστό 22% των περιπτώσεων, ενώ γυναίκες μικρότερες των 55 ετών σε ποσοστό 14% των περιπτώσεων.
Η συχνότητα του λεμφοιδήματος μετά από θεραπεία καρκίνου του μαστού ποικίλει ανά περιόδους.
Σημαντικό ρόλο στην πρόληψη έχουν παίξει η πρώιμη διάγνωση της νόσου χάρη στον προ-συμπτωματικό έλεγχο και η ακόλουθη, με μικρότερες χειρουργικές επεμβάσεις, θεραπευτική αγωγή.
Ενημερωθείτε περισσότερο από τον Σύλλογο ΕΥ ΖΩ