Η λανθασμένη εκτίμηση του κλειστού προϋπολογισμού για το νοσοκομειακό φάρμακο αποτελεί τεράστια απειλή τόσο για την πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες όσο και για τη βιωσιμότητα των παρόχων υγείας.
Αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα της ενημερωτικής εκδήλωσης που διοργάνωσε η Roche Hellas, θέλοντας να ενημερώσει τους εκπροσώπους του Τύπου – και κατ’ επέκταση το ευρύ κοινό – για την τρέχουσα κατάσταση του συστήματος υγείας, τις σχετικές προκλήσεις και τους κινδύνους, αλλά και να προτείνει μια σειρά από λύσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες και σωτήριες για τη ζωή τους θεραπείες, τώρα και στο μέλλον.
Στον εναρκτήριο χαιρετισμό της, η Διευθύνουσα Σύμβουλος της Roche Hellas κα Anne Nijs, εξέφρασε την έντονη ανησυχία της για τη βιωσιμότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, καθώς όπως είπε «ένα σύστημα υγείας το οποίο δεν εγγυάται τη βιωσιμότητα των παρόχων του, θέτει σε κίνδυνο την πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες, οι οποίες βελτιώνουν τον τρόπο αντιμετώπισης των νόσων».
Για την πλήρη κάλυψη των αναγκών των ασθενών, τώρα και στο μέλλον, η κα Nijs τόνισε ότι χρειάζεται να υιοθετηθούν μια σειρά από μέτρα – μεταξύ των οποίων η εξαίρεση φάρμακων όπως τα αντιρετροϊκά, οι αυξητικές ορμόνες και οι αιμοποιητικοί παράγοντες από το προϋπολογισθέν όριο αποζημίωσης για νοσοκομειακά φάρμακα (570εκ), καθώς ο νοσοκομειακός προϋπολογισμός, οφείλει να περιλαμβάνει αμιγώς νοσοκομειακά φάρμακα και φάρμακα για νοσηλευόμενους.
Κλείνοντας, η κα Nijs απεύθυνε κάλεσμα προς όλους τους παρόχους υγείας να συνεισφέρουν σε έναν γόνιμο διάλογο, ενώ παράλληλα κάλεσε την Πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς σε συνεργασία για τη χάραξη ενός νέου βιώσιμου συστήματος υγείας, θέτοντας στην υπηρεσία τους την τεχνογνωσία και εμπειρία που έχει η εταιρεία, προκειμένου από κοινού να βρεθούν λύσεις προς όφελος των ασθενών.
Η Διευθύντρια Εταιρικών Υποθέσεων της Roche Hellas κα Ξένια Καπόρη, επισήμανε ότι η λανθασμένη εκτίμηση, οι περιορισμοί και η διαχείριση του κλειστού προϋπολογισμού είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση έντονων καθυστερήσεων στις θεραπείες των ασθενών και μεγάλη ταλαιπωρία για εκείνους και τους οικείους τους.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι η βιωσιμότητα του φαρμακευτικού κλάδου και κατ’ επέκταση η καινοτομία τίθενται σε κίνδυνο, είναι πολύ πιθανόν στο μέλλον οι ασθενείς στην Ελλάδα να μην έχουν πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες που αλλάζουν τον τρόπο αντιμετώπισης των νόσων, βελτιώνουν την ποιότητα ζωής και αυξαίνουν την επιβίωση.
• Η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη το 2015 ήταν 734 εκ. καλύπτοντας τη συνολική και πραγματική ανάγκη του έτους.
• Το 2016 αυθαίρετα και χωρίς κάποια τεκμηρίωση ορίστηκε ο κλειστός προϋπολογισμός στα 570 εκ. – ως εκ τούτου μειώθηκε κατά 22,3% (164 εκ.) από τη δαπάνη του 2015.
• Συνολικά για το 2016 εκτιμάται ότι η πραγματική δαπάνη θα ανέλθει σε περίπου 853 εκ., δηλαδή 49,6% (283 εκ.) υψηλότερα από το όριο του κλειστού προϋπολογισμού και 16,2% υψηλότερα από την δαπάνη του 2015.
Σύμφωνα με την κα. Καπόρη, βάσει της αναμενόμενης φαρμακευτικής δαπάνης για το 2016 (853 εκ. €), η μηνιαία φαρμακευτική δαπάνη και ζήτηση εκτιμάται περίπου 71 εκ. Ως εκ τούτου, ο κλειστός προϋπολογισμός των 570 εκ. επαρκεί για την κάλυψη της ανάγκης των 8 πρώτων μηνών του έτους. Αν δεχθούμε λοιπόν ότι ο κλειστός προϋπολογισμός των 570 εκ. διαμορφώθηκε ορθολογικά, η ζήτηση των 4 μηνών η οποία μένει ακάλυπτη δύναται να είναι προϊόν α) υπερσυνταγογράφησης, β) απροσδόκητα σημαντικής αύξησης των εισαγωγών ασθενών στα νοσοκομεία ή γ) εισαγωγής νέων φαρμακευτικών αγωγών.
α) Η υπερσυνταγογράφηση δύναται να είναι αποτέλεσμα είτε προκλητής ζήτησης από τις φαρμακευτικές εταιρείες είτε αυξημένης ζήτησης των νοσοκομείων, η οποία υπερκαλύπτει την ανάγκη για φάρμακα. Αναφορικά με την υπερσυνταγογράφηση, οι φαρμακευτικές εταιρείες, δεδομένου του clawback, έχουν χαμηλό κίνητρο να προβούν σε ενέργειες προκλητής ζήτησης. Επιπλέον, φαινόμενα προκλητής ζήτησης για νοσοκομειακά φάρμακα, ιδίως για φάρμακα σοβαρών παθήσεων όπως ο καρκίνος, δύσκολα προκύπτουν. Αν τα νοσοκομεία προβαίνουν σε παραγγελίες που υπερβαίνουν τη ζήτηση τότε τίθεται το θέμα της συνυπευθυνότητας στην υπέρβαση της δαπάνης. Παρόλα αυτά, λόγω της κατάστασης των νοσοκομείων κατά το τρέχον έτος το φαινόμενο αυτό μάλλον καθίσταται εξαιρετικά σπάνιο.
β) Η εγκυρότητα του επιχειρήματος της απροσδόκητα σημαντικής αύξησης των εισαγωγών ασθενών στα νοσοκομεία δε δύναται να τεκμηριωθεί εύκολα, καθώς η αύξηση των εισαγωγών κατά 33% σε διάστημα ενός έτους είναι επιδημιολογικά εξαιρετικά δύσκολο να προκύψει.
γ) Νέες φαρμακευτικές θεραπείες εισάγονται διαρκώς στα συστήματα υγείας προς κάλυψη ανικανοποίητων αναγκών των ασθενών. Από τα μέσα του 2015, 34 νέες δραστικές ουσίες εισήχθησαν στα νοσοκομεία η επίδραση των οποίων στον προϋπολογισμό δεν λήφθηκε υπόψη.
Συμπερασματικά, η κα Καπόρη κατέληξε ότι ο κλειστός προϋπολογισμός για το νοσοκομειακό φάρμακο δεν υπολογίστηκε λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους, γεγονός το οποίο οδήγησε σε υπέρβαση του προϋπολογισμού κατά 283 εκ., ποσό το οποίο καλείται να καλύψει η φαρμακοβιομηχανία.
Επιπλέον, η κα Καπόρη εστίασε σε μια σειρά από συγκεκριμένες διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες εφόσον υιοθετηθούν διασφαλίζουν ταυτόχρονα τόσο τον έλεγχο των δαπανών όσο και τη βιωσιμότητα του φαρμακευτικού κλάδου.
Σύμφωνα με την κα Καπόρη θα πρέπει χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις:
• Ο νοσοκομειακός προϋπολογισμός να περιλαμβάνει αμιγώς νοσοκομειακά φάρμακα και φάρμακα για νοσηλευόμενους. Φάρμακα όπως τα αντιρετροϊκά, οι αυξητικές ορμόνες και οι αιμοποιητικοί παράγοντες οφείλουν να εξαιρεθούν από το προϋπολογισθέν όριο αποζημίωσης για νοσοκομειακά φάρμακα (570εκ). Η υιοθέτηση της πρότασης αυτής θα μειώσει την υπερβάλλουσα δαπάνη και το clawback για τα προϊόντα με υψηλά ανελαστική ζήτηση.
• Η υπέρβαση και το clawback να υπολογίζεται στο σύνολο της αποζημιούμενης και πραγματικής δαπάνης (570 και 853 εκ αντίστοιχα) και όχι σε κάθε κανάλι διανομής χωριστά (νοσοκομεία και ΕΟΠΥΥ).
• Να υπάρξει πρόβλεψη και δημιουργία χωριστού και επιπρόσθετου προϋπολογισμού για τους πρόσφυγες και αύξηση του προϋπολογισμού για την κάλυψη των ανασφάλιστων πολιτών.
• Να εξαιρεθεί η νοσοκομειακή δαπάνη από το καθεστώς ΦΠΑ, όπως έχει θεσπιστεί για το εξωνοσκομειακό clawback και έχει αποφανθεί το ΣτΕ.
Ο καθηγητής του Τομέα Οργάνωσης και Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας κ. Νίκος Μανιαδάκης ενισχύοντας τα επιχειρήματα της Roche Hellas δήλωσε: «Υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει επιτακτική ανάγκη εφαρμογής πολιτικών ελέγχου της χρήσης των φαρμάκων με στόχο, την καθολική και ισότιμη κάλυψη της υγειονομικής ανάγκης, τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας και τον έλεγχο της φαρμακευτικής δαπάνης.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, θα συμβάλλει η σταδιακή οριακή διαχρονική αύξηση του προϋπολογισμού της δημόσιας δαπάνης για ενδονοσοκομεικά και εξωνοσοκομειακά φάρμακα, με βάση τα δημογραφικά και λοιπά δεδομένα της Ελλάδας σε συνδυασμό με την εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα πάψουν να έχουν μόνο δημοσιοοικονομικό προσανατολισμό και δε θα είναι οριζόντιες, δημιουργώντας στρεβλώσεις και κινδύνους αναφορικά με την πρόσβαση των ασθενών τόσο σε καινοτόμες όσο και σε φθηνές θεραπείες στο μέλλον και συνεπώς θέτοντας κινδύνους στο σύστημα.
Αναφορικά με τα καινοτόμα, τα υψηλής συνολικά δαπάνης φάρμακα που είτε θα έρθουν στον μέλλον είτε εισήχθησαν πρόσφατα στο σύστημα υγείας, πρέπει να εφαρμοστεί κατά τα διεθνή πρότυπα αξιολόγηση τεχνολογίας υγείας (health technology assessment) από φορέα που είναι σχετικά εύκολο να υλοποιηθεί, ώστε η αποζημίωση τους να βασίζεται στην «αξία» που αποφέρουν, όπως αυτή μετριέται συνάρτηση του οφέλους για τον ασθενή, αλλά και ευρύτερα το σύστημα υγείας και την κοινωνία. Επίσης πρέπει να δοθεί έμφαση στην επέκταση του συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και στην εκπαίδευση του προσωπικού των δημόσιων φορέων (τα στελέχη των εταιρειών και η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι εκπαιδευμένα) ώστε να συλλέγονται πραγματικά στοιχεία (real word evidence) συγκριτικής αποτελεσματικότητας (relative effectiveness) και να είναι εφικτές αποφάσεις και συμφωνίες ελεγχόμενης εισόδου φαρμάκων (managed entry agreements), επιμερισμού κινδύνου (risk sharing), ελεγχόμενης αποζημίωσης (adaptive or conditional reimbursement) και τιμής όγκου (price volume), αποζημίωσης με συλλογή δεδομένων (reimbursement with evidence generation) και προγράμματα πρώιμης πρόσβασης στην θεραπεία (early access schemes). Επίσης, το πλαίσιο της αξιολόγησης πρέπει να βασίζεται σε καθορισμένα και πολλαπλά κριτήρια (multiple criteria decision analysis), καθόσον η σύγχρονη πραγματικότητα έχει γίνει πολύ ποιο σύνθετη σε σχέση με το παρελθόν.
Για τον μεγάλο όγκο των υφιστάμενων φαρμάκων (of patent generics) στην αγορά θα πρέπει επίσης να εξασφαλιστεί ότι χρησιμοποιούνται ορθά και στο σωστό μείγμα και τιμές. Η τιμολόγηση των off patent με βάση τις 3 χαμηλότερες τιμές στην Ευρώπη και των γενοσήμων στο 65% συμβάλει στην περαιτέρω εξοικονόμηση. Οριζόντιες μειώσεις και υπερβολικά rebates, δεν ενδείκνυνται και ενδέχεται να οδηγήσουν σε απόσυρση φθηνών φαρμάκων και σε αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αυτό που απαιτείται είναι η προαγωγή της ελευθερίας της επιλογής (freedom of choice) και του ανταγωνισμού (competition) και η ταυτόχρονη μετατροπή των οριζόντων rebates σε rebates όγκου τα οποία θα συνδέουν τις εκπτώσεις στις τιμές με τον όγκο των πωλήσεων (price volume).»
Κλείνοντας, ο κ. Μανιαδάκης σημείωσε ότι «τα παραπάνω θα οδηγήσουν σε συγκράτηση και εξ ορθολογισμό της δαπάνης και σε μείωση του claw back, το οποίο δεδομένου του τρόπου λειτουργίας της φαρμακευτικής αγοράς θα πρέπει να αφορά το σύνολο της δαπάνης (νοσοκομειακή και εξωνοσοκομειακή) και δεν πρέπει να αφορά μη φαρμακευτικά προϊόντα, ενώ θα μπορούσε να περιλαμβάνει και μηχανισμούς εξαιρέσεων ως κίνητρο.»
Στην παρουσίασή του ο κ. Αθανάσιος Βοζίκης Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, του Πανεπιστημίου Πειραιώς και Διευθυντής του Εργαστηρίου “Οικονομικών και Διοίκησης της Υγείας”, ανέφερε πως οι περιοριστικές συνθήκες που διαμορφώνονται στη φαρμακευτική περίθαλψη από την εφαρμογή οριζόντιων μέτρων, όπως το νοσοκομειακό clawback, και η απουσία ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά οι οποίες αναμένεται να δημιουργήσουν εμπόδια στην πρόσβαση των ασθενών σε φάρμακα τώρα και στο μέλλον.