Η Bristol-Myers Squibb ανακοίνωσε πρόσφατα νέα, αναφερόμενα από τους ασθενείς δεδομένα σχετικά με την ποιότητα ζωής από ένα υπό διερεύνηση καταληκτικό σημείο στην κύρια μελέτη Φάσης 3 CheckMate -141, η οποία αξιολογεί το nivolumab σε ασθενείς με υποτροπιάζον ή μεταστατικό πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου μετά από θεραπεία με πλατίνα συγκριτικά με τη θεραπεία της επιλογής του ερευνητή (methotrexate, docetaxel ή cetuximab). Οι αξιολογήσεις των εκβάσεων έδειξαν ότι το nivolumab σταθεροποίησε τα συμπτώματα και τη λειτουργικότητα των ασθενών, συμπεριλαμβανομένων της σωματικής λειτουργικότητας, της λειτουργικότητας ρόλου και της κοινωνικής λειτουργικότητας σε τρία ξεχωριστά εργαλεία. Τόσο τα άτομα με έκφραση όσο και εκείνα χωρίς έκφραση του PD-L1 που αντιμετωπίστηκαν με θεραπεία της επιλογής του ερευνητή παρουσίασαν στατιστικά σημαντική επιδείνωση των αναφερόμενων από τους ασθενείς εκβάσεων από την έναρξη της μελέτης έως την εβδομάδα 15 έναντι του nivolumab. Επιπλέον, με το nivolumab αυξήθηκε έως και δύο φορές ο χρόνος έως την επιδείνωση στους περισσότερους τομείς λειτουργικότητας που μετρήθηκαν και στο χρόνο έως την επιδείνωση των συμπτωμάτων κόπωσης, δύσπνοιας και αϋπνίας, συγκριτικά με τη θεραπεία της επιλογής του ερευνητή.
Τα ευρήματα αυτά παρουσιάστηκαν στη διάρκεια του Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας και ταυτόχρονα έχουν δημοσιευτεί στο ιατρικό περιοδικό The New England Journal of Medicine.
«Οι ασθενείς που πάσχουν από αυτή τη μορφή προχωρημένου καρκίνου της κεφαλής και του τραχήλου αντιμετωπίζουν συχνά εξαντλητικές σωματικές επιδράσεις όπως και συναισθηματικές και κοινωνικές προκλήσεις που ανακύπτουν λόγω της πάθησης παρά τις τρέχουσες θεραπευτικές επιλογές», δήλωσε ο Kevin Harrington, M.D., Ph.D., Καθηγητής στις Βιολογικές Θεραπείες κατά του Καρκίνου στο Ίδρυμα Έρευνας για τον Καρκίνο του Λονδίνου, και Επιμελητής Κλινικός Ογκολόγος στο The Royal Marsden NHS Foundation Trust του Λονδίνου. «Αυτές οι αναφερόμενες από τους ασθενείς εκβάσεις είναι ενθαρρυντικές, καθώς μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη δυνατότητα του nivolumab να επιδράσει σε σημαντικές παραμέτρους της ποιότητας ζωής σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών».
Το πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου ευθύνεται περίπου για το 90% όλων των καρκίνων κεφαλής και τραχήλου και μπορεί να επηρεάσει τη σωματική λειτουργικότητα (π.χ. αναπνοή, κατάποση, λήψη τροφής και υγρών), τα προσωπικά χαρακτηριστικά (π.χ. εμφάνιση, ομιλία, φωνή), την αισθητηριακή λειτουργικότητα (π.χ. γεύση, όσφρηση, ακοή) όπως και την ψυχολογική και την κοινωνική λειτουργικότητα του ασθενούς.
Ο John O’Donnell, Ph.D., M.A., αντιπρόεδρος, επικεφαλής Έρευνας Οικονομικών και Εκβάσεων της Υγείας της Bristol-Myers Squibb, σχολίασε, «Στη Bristol-Myers Squibb, έχουμε αναλάβει τη δέσμευση να βελτιώσουμε τις εκβάσεις στους προχωρημένους τύπους καρκίνου και είμαστε υπερήφανοι για την εφαρμογή της επιστημονικής μας γνώσης στην Ανοσο-Ογκολογία ώστε να μελετήσουμε τον τρόπο ζωής των ατόμων με πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου. Τα δεδομένα για την ποιότητα ζωής από τη μελέτη CheckMate -141 είναι σημαντικά επειδή παρέχουν πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον το nivolumab μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς με αυτήν τη δύσκολα αντιμετωπίσιμη νόσο».
Σχετικά με τη μελέτη CheckMate -141
Η CheckMate -141 είναι μία Φάσης 3, ανοιχτή, τυχαιοποιημένη μελέτη, στην οποία αξιολογήθηκε το nivolumab έναντι της θεραπείας της επιλογής του ερευνητή σε ασθενείς με υποτροπιάζον ή μεταστατικό πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου (SCCHN) που παρουσίασαν εξέλιξη του όγκου μέσα σε έξι μήνες από τη θεραπεία με βάση την πλατίνα ως επικουρική θεραπεία, ή σε πρωτοπαθή, υποτροπιάζουσα ή μεταστατική νόσο.
Τα δεδομένα των αναφερόμενων από τους ασθενείς εκβάσεων (PRO) συλλέχθηκαν με τη χρήση του Ερωτηματολογίου για την Ποιότητα Ζωής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Έρευνας και Θεραπείας του Καρκίνου (EORTC QLQ-C30), της Ειδικής Ενότητας για τον Καρκίνο Κεφαλής και Τραχήλου του EORTC (EORTC QLQ-H&N35), καθώς και του ερωτηματολογίου 3 επιπέδων EQ-5D (EQ-5D). Τα ερωτηματολόγια διανεμήθηκαν για συμπλήρωση στην έναρξη της μελέτης (κύκλος 1, ημέρα 1), την εβδομάδα 9 και σε μεσοδιαστήματα των έξι εβδομάδων ενόσω οι ασθενείς βρισκόταν υπό αγωγή. Η κλινική συνάφεια αξιολογήθηκε με τη χρήση μίας κατοχυρωμένης ελάχιστα σημαντικής διαφοράς (MID) των ≥10 βαθμών στις υποκλίμακες του EORTC.
Αμφότερα τα ερωτηματολόγια EORTC QLQ-C30 και EORTC QLQ-H&N35 έδειξαν ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις PRO ανάμεσα στους ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν με το nivolumab και σε εκείνους που αντιμετωπίστηκαν με θεραπεία της επιλογής του ερευνητή στις 15 εβδομάδες. Στο EORTC QLQ-C30, ενώ οι ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν με το nivolumab είχαν σταθερές PRO σε σχέση με την έναρξη της μελέτης, εκείνοι που αντιμετωπίστηκαν με θεραπεία της επιλογής του ερευνητή είχαν στατιστικά σημαντική και κλινικά σημαντική επιδείνωση της σωματικής λειτουργικότητας, της λειτουργικότητας ρόλου και της κοινωνικής λειτουργικότητας (p<0,001 έναντι του nivolumab), της κόπωσης (p<0,001 έναντι του nivolumab), της δύσπνοιας (p<0,001 έναντι του nivolumab) και της απώλειας όρεξης (p=0,004 έναντι του nivolumab). Με το Nivolumab, αυξήθηκε εώς και δύο φορές, ο χρόνος εώς την επιδείνωση στη γενική κατάσταση της υγείας (7,7 έναντι 3,0 μήνες), στη σωματική λειτουργικότητα (7,8 έναντι 3,6 μήνες), στη λειτουργικότητα ρόλου (8,6 έναντι 3,8 μήνες), στη γνωστική λειτουργικότητα (7,8 έναντι 3,3 μήνες) και στην κοινωνική λειτουργικότητα (7,7 έναντι 3,0 μήνες), συγκριτικά με τη θεραπεία της επιλογής του ερευνητή. Στη συναισθηματική λειτουργικότητα, το nivolumab επέδειξε διάμεσο χρόνο έως την επιδείνωση 6,7 μήνες έναντι 4,7 μηνών για τη θεραπεία της επιλογής του ερευνητή. Το nivolumab μείωσε επίσης το ποσοστό κλινικά σημαντικής επιδείνωσης στην κόπωση, την αϋπνία και τη δύσπνοια κατά 50% (p=0,008).
Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο QLQ-H&N35 έδειξαν ότι ενώ οι ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν με το nivolumab ανέφεραν σταθερές PRO σε σχέση με την έναρξη της μελέτης, εκείνοι που αντιμετωπίστηκαν με τη θεραπεία της επιλογής του ερευνητή είχαν σημαντική επιδείνωση στο άλγος (p=0,022 έναντι του nivolumab όπως και στατιστικά σημαντική και κλινικά ουσιαστική επιδείνωση σε αισθητηριακά προβλήματα (p<0,001 έναντι του nivolumab) και σε προβλήματα κοινωνικών επαφών (p=0,001 έναντι του nivolumab). Σε σύγκριση με την θεραπεία της επιλογής του ερευνητή, το nivolumab μείωσε το ποσοστό της κλινικά σημαντικής επιδείνωσης στο άλγος κατά 74% (p<0,001 έναντι της θεραπείας της επιλογής του ερευνητή), στα αισθητηριακά προβλήματα κατά 62% (p=0,002 έναντι της θεραπείας της επιλογής του ερευνητή) και στα προβλήματα ανοίγματος του στόματος κατά 51% (p=0,029 002 έναντι της θεραπείας της επιλογής του ερευνητή).
Οι ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν με το nivolumab παρουσίασαν σταθερή κατάσταση υγείας, όπως μετρήθηκε από την EQ-5D VAS, ενώ εκείνοι στο σκέλος της θεραπείας της επιλογής του ερευνητή εμφάνισαν επιδείνωση της κατάστασης της υγείας, με μία στατιστικά σημαντική διαφορά στις 15 εβδομάδες (p=0,037). Ο διάμεσος χρόνος έως την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας ήταν σχεδόν τριπλάσιος: 9,1 μήνες για τους ασθενείς που έλαβαν το nivolumab έναντι 3,3 μηνών για εκείνους στο σκέλος θεραπείας της επιλογής του ερευνητή.