Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας για την υγεία του πληθυσμού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ)-η έρευνα αφορά το 2014 και γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια- παρατηρείται μικρή βελτίωση στον τομέα του προληπτικού ελέγχου ,μα μεγάλη απόσταση όμως από ένα ικανοποιητικό επίπεδο.
Ειδικότερα ,σε ότι αφορά την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και του μαστού τα στοιχεία δείχνουν πως όλο και περισσότερες γυναίκες σπεύδουν να κάνουν τεστ Παπανικολάου και μαστογραφία, ωστόσο, όπως τονίζει στο www.praktoreio-ygeias.gr του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρίας (ΕΑΕ), Χειρουργός, Διευθυντής Κλινικής Μαστού Αντικαρκινικού Νοσοκομείου «Ο Αγιος Σάββας», Ευάγγελος Φιλόπουλος, «δυστυχώς υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μέχρι να θεωρήσουμε ότι έχουμε φτάσει σ’ ένα επίπεδο αποδεκτό ,αλλά και ανάλογο με τις δυνατότητες που παρέχει στις γυναίκες το υγειονομικό σύστημα».
Έρευνα ΕΛΣΤΑΤ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μείωση 27,6%, σε σχέση µε το 2009, καταγράφεται στο ποσοστό των γυναικών που δεν έχουν κάνει ποτέ στη ζωή τους µαστογραφία: Ειδικότερα, το 2014 ήταν 38,4%, ενώ το 2009 53,0%.
Μείωση 31,9% σε σχέση µε το 2009 καταγράφεται στο ποσοστό των γυναικών που δεν έχουν κάνει ποτέ στη ζωή τους κυτταρολογικό έλεγχο κατά Παπανικολάου: το 2014 ήταν 21,3% , ενώ το 2009 31,3%.
Το 85,6% των γυναικών που έχουν κάνει µαστογραφία και το 87,6% των γυναικών που έχουν κάνει κυτταρολογικό έλεγχο κατά Παπανικολάου έκαναν την εξέταση προληπτικά.
Για το πρόβλημα της έλλειψης προληπτικών ιατρικών ελέγχων δεν ευθύνονται ούτε αποκλειστικά, ούτε κυρίαρχα οι πολίτες. Υπάρχουν δομικά προβλήματα στο σύστημα υγείας που δεν ευνοούν την πρόληψη. «Δυστυχώς, ως μάχιμος γιατρός του ΕΣΥ ζω την ατελέσφορη και λειτουργικά ασύμφορη κατάσταση τα τριτοβάθμια νοσοκομεία να έχουν αναλάβει σε μεγάλο βαθμό ( ανεπίτρεπτο θα έλεγα) το βάρος των προληπτικών εξετάσεων», τονίζει ο κ. Φιλόπουλος, και συνεχίζει λέγοντας: «Αυτό είναι λάθος. Η πρόληψη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πρωτοβάθμιας φροντίδας, δηλαδή της παρουσίας ιατρικής μέριμνας κοντά στον τόπο διαμονής των πολιτών. Τα τριτοβάθμια νοσοκομεία είναι χώροι εξειδικευμένης φροντίδας για την αντιμετώπιση ( διάγνωση και θεραπεία) ασθενών και μάλιστα σε επίπεδο δυσκολίας μεγαλύτερο απ’ αυτό που θα μπορούσε να το διαχειριστούν οι δευτεροβάθμιες μονάδες υγείας. Τις τελευταίες δεκαετίες ακούμε συνεχώς από τους αρμόδιους πολιτικούς παράγοντες εξαγγελίες για την ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αλλά φοβάμαι πως κάθε φορά η στρεβλή ανάπτυξη του συστήματος – πλέγματος – της φροντίδας υγείας της χώρας μας θα αποτελεί αξεπέραστο εμπόδιο, αν οι εξαγγελίες δεν συνοδεύονται από κατάλληλο σχεδιασμό και υποστήριξη από το ιατρικό δυναμικό και την κοινωνία».
Ο κ. Φιλόπουλος, παραδέχεται ότι μερίδιο ευθύνης για τα μη ικανοποιητικά αποτελέσματα πρόληψης φέρει και η επιστημονική κοινότητα, «αν θέλουμε να είμαστε πρακτικά σωστοί». Υπογραμμίζει ότι «δεν θα πρέπει στο όνομα της σεβαστής συντεχνιακής αλληλεγγύης που μας διέπει ως γιατρούς να κρατήσουμε στο απυρόβλητο την επιστημονική κοινότητα».
Ο πρόεδρος της ΕΑΕ προσθέτει ότι «δυστυχώς, τα πρότυπα με τα οποία επιθυμούσαν να ταυτιστούν οι περισσότεροι γιατροί (παλαιότεροι αλλά και νεότεροι) είναι εκείνα του εξαιρετικά εξειδικευμένου επιστήμονα με καλή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και καλή οικονομικό – κοινωνική αποκατάσταση. Και ενώ αυτά θα μπορούσαν ενταγμένα σε κάποιο ορθολογικό πλαίσιο να είναι κινητήριες δυνάμεις βελτίωσης της κατάστασης, εμείς ξεχάσαμε να αναπτύξουμε τομείς που θεωρήθηκαν από την επικρατούσα νοοτροπία υποδεέστεροι, όπως είναι η πρόληψη, η έγκαιρη διάγνωση, η αποκατάσταση, η παρηγορική – ολιστική προσέγγιση των ασθενών κ.α. Με αυτή την στρεβλή ανάπτυξη ο προληπτικός έλεγχος πέρασε στη δεύτερη μοίρα των ενδιαφερόντων των γιατρών, με αποτέλεσμα να αποτελέσει σε πολλές περιπτώσεις αντικείμενο απασχόλησης για ηλικιακά «παροπλισμένους» γιατρούς», καταλήγει.
Οικονομική κρίση και πρόληψη
Αναφερόμενος , στην οικονομική κρίση και στις επιπτώσεις της στην Υγεία ο κ. Φιλόπουλος, επισημαίνει ότι η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε κράτη που βρίσκονται σε βαθειά οικονομική κρίση παρατηρείται αφενός μία αύξηση της θνησιμότητας και αφετέρου μία μείωση της συχνότητας χρησιμοποίησης των προληπτικών εξετάσεων. Κράτη σε οικονομικά αδιέξοδα, προσθέτει, προσπαθούν να εξασφαλίσουν τον πυρήνα της φροντίδας που είναι η διάγνωση και θεραπεία και περιορίζουν τα κονδύλια για πρόληψη, πρωτογενή ή δευτερογενή ( έγκαιρη διάγνωση).
Εκτιμώ, συνεχίζει, ότι οι συνέπειες δεν θα είναι τόσο δραματικές στην Ελλάδα εξαιτίας του καλού επιστημονικού δυναμικού και της αυξημένης πολιτικής ευαισθησίας που υπάρχει σε θέματα υγείας. Επίσης φαίνεται πως οι υπεύθυνοι για την πολιτική έχουν αφομοιώσει τη γνώση πως η πρόληψη είναι πιο συμφέρουσα από τη θεραπεία.
Ο πρόεδρος της ΕΑΕ δίνει μεγάλη σημασία και στην ενεργοποίηση της κοινωνίας με δράσεις ουσιαστικής παρέμβασης, όπως είναι η παροχή δωρεάν μαστογραφικού ελέγχου με δύο κινητές μονάδες μαστογράφου από την Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία , που αποτελούν παραδείγματα για το κατά πόσο η ίδια η κοινωνία με τις οργανώσεις της είναι απαραίτητη συνιστώσα στον αντικαρκινικό αγώνα, ιδιαίτερα σε τομείς που η επίσημη πολιτική δεν έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Για τα πιο «πρακτικά», όπως τι πρέπει να προσέχουν οι γυναίκες, τι να κάνουν και τι να αποφεύγουν, αναφέρει ότι για τις περισσότερες παθήσεις και όχι μόνο για τους καρκίνους, μια ισορροπημένη ζωή με σωστή -μεσογειακή διατροφή, από την παιδική ηλικία, σωματική άσκηση, αποφυγή του καπνίσματος, της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών, προφύλαξη από τον ήλιο, προσεκτική σεξουαλική συμπεριφορά , οι εμβολιασμοί και γενικότερα ο τακτικός προληπτικός έλεγχος , αποτελούν αυτά που συνιστώνται σε όλες τις γυναίκες.
Σχετικά με το πότε πρέπει να αρχίζουν τις προληπτικές εξετάσεις, οι γυναίκες, ο κ. Φιλόπουλος, λέει ότι για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας λίγα χρόνια μετά την πρώτη σεξουαλική εμπειρία, για τον καρκίνο του μαστού μαστογραφικός και κλινικός έλεγχος από την ηλικία των 40 – 45 ετών, για τον καρκίνο του παχέος εντέρου κολονοσκόπηση μετά το 50 έτος της ηλικίας. Διευκρινίζει ότι αυτές οι συστάσεις αφορούν τις γυναίκες που δεν έχουν παράγοντες που τις κατατάσσουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου.