Στο μισό μειώνεται ο κίνδυνος για υποβολή σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση των ασθενών με καρκίνο του μαστού όταν οι χειρουργοί αφαιρούν περισσότερο ιστό κατά τη διάρκεια της μερικής μαστεκτομής.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν ερευνητές, μετά από τη διεξαγωγή μιας τυχαιοποιημένης ελεγχόμενης μελέτης για τις χειρουργικές τεχνικές που αφορούν στον καρκίνο του μαστού, δεδομένου ότι η πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του μαστού είναι 1 στις 9 γυναίκες, ενώ σε λίγα χρόνια ο κίνδυνος αναμένεται να αυξηθεί αγγίζοντας 1 στις 7 γυναίκες.
Τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων δείχνουν ότι το 2011, περίπου 220.097 γυναίκες στις ΗΠΑ διαγνώστηκαν με καρκίνο του μαστού, ενώ παγκοσμίως κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται πάνω από 1.000.000 νέοι καρκίνοι του μαστού.
Όπως μας εξηγεί ο χειρουργός μαστού κ. Σταύρος Τσιριγωτάκης, μέχρι πρόσφατα τα αίτια ανάπτυξης του καρκίνου του μαστού, ο οποίος δεν είναι μόνο ενός είδους, παρέμεναν άγνωστα. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ορισμένες γυναίκες έχουν περισσότερες πιθανότητες από κάποιες άλλες να νοσήσουν, εξαιτίας ορισμένων προδιαθεσιακών παραγόντων, οι οποίοι είναι κληρονομικοί, γενετικοί και περιβαλλοντικοί.
Η θεραπεία εκλογής του συγκεκριμένου καρκίνου εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων, και περιλαμβάνει δύο σκέλη: το πρώτο είναι η τοπική εκρίζωση της νόσου, που επιτυγχάνεται με τη χειρουργική αφαίρεση και την ακτινοθεραπεία, και το δεύτερο σκέλος που αφορά την εκρίζωση της νόσου από τον οργανισμό, που επιτυγχάνεται με τη χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία, τη βιολογική θεραπεία ή με συνδυασμό αυτών.
Επί δεκαετίες η ριζική τροποποιημένη μαστεκτομή, ήταν η επέμβαση εκλογής. Μετά το 1980 άρχισε να αμφισβητείται ως προς το ογκολογικό της όφελος, ενώ στις μέρες μας αποδείχτηκε ότι εκτός λίγων περιπτώσεων δεν προσφέρει τίποτα στην επιβίωση συγκριτικά με τις επεμβάσεις εκείνες στις οποίες αφαιρείται μόνο ο όγκος (ογκεκτομή).
Τα ευρήματα της πρόσφατης μελέτης που δημοσιεύθηκαν στο The New England Journal of Medicine έδειξαν ότι η αφαίρεση περισσότερου ιστού κατά τη διάρκεια μιας ογκεκτομής μειώνει και την πιθανότητα να βρεθούν καρκινικά κύτταρα στο όριο του αφαιρούμενου ιστού.
Στην τυχαιοποιημένη αυτή μελέτη συμμετείχαν 235 ασθενείς που κυμαίνονταν από το στάδιο το 0 έως το στάδιο ΙΙΙ. Για τις ανάγκες της μελέτης οι μισοί χειρουργοί έκαναν ογκεκτομή με ευρεία όρια εκτομής σε σχέση με τους άλλους μισούς που εκτέλεσαν μια φυσιολογική ογκεκτομή. Η απόφαση για την ευρύτερη εκτομή πάρθηκε τυχαία κατά τη διάρκεια των επεμβάσεων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η ομάδα στην οποία αφαιρέθηκε περισσότερος ιστός είχε θετικά όρια σε ποσοστό 19% – και μικρότερο κίνδυνο (10%) για δεύτερη χειρουργική επέμβαση για καθαρισμό των ορίων.
Στη δεύτερη ομάδα το 34% είχε θετικά όρια, με το ποσοστό για δεύτερη χειρουργική επέμβαση να ανέρχεται στο 21%.
Η μελέτη προσέφερε και άλλα ευρήματα, τα οποία υποβλήθηκαν και στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας που πραγματοποιήθηκε το 2015 στο Σικάγο. Όπως εξήγησε η επικεφαλής της Δρ. Anees Chagpar, αναπληρώτρια καθηγήτρια χειρουργικής του καρκίνου στο Yale School of Medicine στο New Haven: η ογκεκτομή με ευρεία όρια εκτομής μείωσε τις πιθανότητες θετικού ορίου χωρίς να διακυβεύεται το αισθητικό αποτέλεσμα ή να αυξάνονται τα ποσοστά επιπλοκών.
Όπως τονίζει ο κ. Τσιριγωτάκης έχοντας ως δεδομένο ότι το 20% – 40% των ατόμων που υποβάλλονται σε ογκεκτομή για την αφαίρεση του όγκου έχουν θετικά όρια, η συγκεκριμένη ελεγχόμενη μελέτη θα μπορούσε να έχει τεράστιο αντίκτυπο στις ασθενείς με καρκίνο του μαστού, καθώς η υποβολή σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση ταλαιπωρεί την ασθενή, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά.
Ωστόσο, οι συμμετέχουσες στη μελέτη θα πρέπει να παρακολουθηθούν για 5 χρόνια προκειμένου να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος της τεχνικής σχετικά με τα ποσοστά υποτροπής.