γράφει η Νάνσυ Ψημενάτου, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, Συγγραφέας
Όταν γινόμαστε γονείς, δεν υπάρχει τίποτε πιο φυσικό από το να αφήνουμε ορισμένες φορές τη σκέψη μας να περιπλανηθεί στο μέλλον. Οι σκέψεις μας δημιουργούν εικόνες… Το παιδί στη βάφτιση του. Το πρώτο του μπάνιο στη θάλασσα. Η πρώτη μέρα στο σχολείο… στο πανεπιστήμιο, στον στρατό… στον γάμο του… Μέσα στο μυαλό μας δημιουργούμε έναν κόσμο που περιλαμβάνει το παιδί μας. Όταν το παιδί μας πεθάνει είτε ως αποτέλεσμα μιας ασθένειας είτε κάποιου ατυχήματος, αυτός ο κόσμος καταρρέει. Όλος ο κόσμος καταρρέει. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ισοπεδώνονται πραγματικά αλλά και συμβολικά.
Ο πόνος που νιώθουμε δεν εκφράζεται με λέξεις και προσπαθούμε να βρούμε τρόπους, όχι για να ζήσουμε, αλλά απλά και μόνο να αναπνεύσουμε. Πιστεύουμε ότι ο πόνος θα διαρκέσει για πάντα και κανείς δεν μπορεί να μας πείσει για το αντίθετο. Αισθανόμαστε έντονη πικρία και θυμό, γιατί πέθανε το παιδί μας. Αυτός ο θυμός μπορεί να κατευθυνθεί προς τους πάντες. Τον εαυτό μας, τους γιατρούς, τους συγγενείς, τον σύντροφο, τους φίλους. Μπορεί να αισθανθούμε ενοχές, γιατί δεν κάναμε κάτι για να το προστατεύσουμε. Θέλουμε να απομονωθούμε από όλους τους ανθρώπους γύρω μας, αφού πιστεύουμε ότι κανένας δεν μπορεί να κατανοήσει αυτό που μας συμβαίνει. Μπορεί να αρχίσουμε να γινόμαστε φορτικοί απέναντι στους ανθρώπους που αγαπάμε και να έχουμε την τάση να τους υπερ – προστατεύουμε, από τον φόβο μη συμβεί κάτι και σ’ αυτούς. Με έκπληξη μπορεί να διαπιστώσουμε ότι νιώθουμε ζήλια για τους άλλους ανθρώπους που έχουν παιδιά και αυτό μπορεί να μας σπρώξει ακόμα βαθύτερα στην απομόνωση, αφού δεν θα αντέχουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Πολλές φορές μπορεί να αισθανόμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα σε αυτό που πραγματικά θέλουμε, όπως το να κλειστούμε για πάντα στο σπίτι, και σε αυτό που χρειάζεται να κάνουμε, όπως για παράδειγμα να δουλέψουμε, να φροντίσουμε άλλα παιδιά, αν έχουμε ή απλά και μόνο να ετοιμάσουμε κάτι να φάμε. Και μέσα σε όλο αυτό να έχουμε και τους «άλλους» να μας λένε: «Ζήσε».
Το πένθος για τον θάνατο του παιδιού μας δεν θα σταματήσει ποτέ και χρειάζεται να είμαστε σε επαφή με αυτή την πραγματικότητα. Είναι πολύ πιθανό ο θυμός που αισθανόμαστε να μας εγκλωβίσει και να διαμορφώσει μια στάση ζωής η οποία θα είναι επικίνδυνη τόσο για εμάς όσο και για τους άλλους. Καθώς εξαπολύουμε τα βέλη της οργής (ή της απόγνωσης) προς κάθε κατεύθυνση ψάχνουμε να αποδώσουμε ευθύνες και να αναζητήσουμε ένα νόημα. Είναι πιθανό να είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι οι «ιατρικές υπηρεσίες» και οι «παντός είδους ειδικοί» δεν είναι τίποτε άλλο παρά κομπογιαννίτες που θέλουν λεφτά και δεν τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο. Έχουμε χάσει την πίστη μας στον κόσμο, τους ανθρώπους, τη ζωή. Και πώς να μην συμβεί κάτι τέτοιο άλλωστε; Ποιος μπορεί να έρθει στη δική μας θέση και να κ α τ α λ ά β ε ι; Ποιος μπορεί να κατανοήσει το μέγεθος της προδοσίας που μας συνέβη και πως αυτός ο θυμός που νοιώθουμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά δικαιολογημένος;
Ο θυμός είναι ένα συναίσθημα το οποίο συνοδεύει τη διαδικασία του πένθους. Είναι ένα συναίσθημα που μας κινητοποιεί και ζεσταίνει για λίγο την παγωμένη από το σοκ και τον πόνο καρδιά ενός γονιού που πενθεί το αδιανόητο, το θάνατο του παιδιού του. Αυτός ο θυμός όμως αν παραμείνει αδούλευτος για καιρό – μπορεί να μετατραπεί σε δηλητήριο που θα εισχωρήσει στη ψυχή του ανθρώπου με τραγικές για τους ίδιους και τους αγαπημένους τους συνέπειες.
Η Χώρα του Παράδοξου μας παρέχει τον χώρο, ώστε να πενθήσουμε τον θάνατο του παιδιού μας. Μέσα σε αυτόν τον χώρο μπορούμε να δούμε τα σημάδια που άφησαν άλλοι γονείς πριν από εμάς. Κάποια σημάδια υποδηλώνουν ότι ορισμένοι από αυτούς αποφάσισαν να μείνουν για πάντα στη Χώρα αυτή, αλλά δεν μπορούμε να τους δούμε ούτε να μιλήσουμε μαζί τους. Έχουν γίνει σκιές του εαυτού τους και έχουν εγκαταλείψει τη ζωή και τους άλλους ανθρώπους.
Κάποια άλλα σημάδια – τα περισσότερα – υποδηλώνουν ότι αρκετοί γονείς που πένθησαν τον θάνατο του παιδιού τους βρήκαν παρηγοριά, ανακούφιση και νόημα. Βρήκαν τρόπους να επανασυνδεθούν με τη ζωή. Βρίσκουν το κουράγιο να ξαναζήσουν. Μπορούμε να τους δούμε και να τους μιλήσουμε. Μπορούμε να διδαχθούμε από την εμπειρία τους, αλλά δεν βρίσκονται στη Χώρα του Παράδοξου. Βρίσκονται έξω απ’ αυτή και, αν το θελήσουμε – όταν θα είμαστε έτοιμοι, μπορούμε να τους αναζητήσουμε. Αρκεί να ζητήσουμε βοήθεια.
*Το παρόν άρθρο βασίστηκε στο κεφάλαιο «Ο θάνατος του παιδιού» από το βιβλίο: «Πένθος, το Ταξίδι στη Χώρα του Παράδοξου», εκδόσεις Φίλντισι.