Γράφει η Χαρίκλεια Μανουσάκη,Σύμβουλος Ανθρώπινων Συστημάτων
Από τη φύση μας, είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες μας.
Συνήθως γνωρίζουμε τις δυνάμεις μας σταδιακά και μέσα από την κοινωνικοποίηση και την αλληλο-αποδοχή, μπορούμε να οδηγηθούμε στην αυθεντική μας ταυτότητα και να ανακαλύψουμε ολόκληρο το δυναμικό μας.
Για τους ανήλικους, η κοινή ζωή κι η μάθηση στο σχολείο, συντελεί στην κοινωνικοποίηση και μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος αμοιβαίου σεβασμού, στην κατανόηση της διαφορετικότητας ή της δυσκολίας και να διευκολύνει την ενσωμάτωση κάθε προσώπου ξεχωριστά. Με την κοινή εκπαίδευση, την ενημερότητα και τη λεκτική επεξεργασία, έχουμε τη δυνατότητα να μειώσουμε τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και το φόβο μίας ασθένειας, που συνέβη σε ένα παιδί, αλλάζοντας τη ζωή του και τη δυναμική της τάξης που φοιτούσε όταν αποχώρησε προκειμένου να θεραπευτεί από μία απειλητική για τη ζωή του νόσο.
Όταν το παιδί επιστρέψει στα θρανία χρειάζεται όλη μας τη φροντίδα ώστε η επανένταξη να γίνει ομαλά, να επεξεργαστεί γνωστικοσυναισθηματικά η επιστροφή του, να προαχθεί η αλληλοκατανόηση, η αλληλοαποδοχή κι να ενισχυθεί ο δεσμός της κοινωνίας της τάξης.
Η σχολική επαν-ενσωμάτωση δεν είναι απλό λειτουργικό θέμα, αλλά και μία αναγκαία ηθική προϋπόθεση για τη μετέπειτα κοινωνική ενσωμάτωση εκείνων των παιδιών που ήταν τόσο δυνατά, ώστε κατάφεραν και σήκωσαν ένα μεγάλο βάρος στους μικρούς τους ώμους. Κι αυτό από μόνο του αποτελεί έναν άθλο κι ένα μάθημα τόσο για ανήλικους, όσο και για ενήλικους.
Με στόχο την ένταξη των παιδιών στο ρυθμό της καθημερινότητας που διατηρούσαν πριν την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο, ειδικοί μελέτησαν την πολύχρονη εμπειρία εκπαιδευτικών επιβεβαιώνοντας τη διεθνή βιβλιογραφία και καταλήγοντας στο ότι η επιτυχής επανένταξη των μαθητών εξαρτάται, τόσο από το διδακτικό προσωπικό όσο και τους επαγγελματίες υγείας, (νοσοκόμους, θεραπευτές κ.λ.π.), μέριμνα των οποίων είναι να φροντίσουν τη μαθησιακή υποστήριξη των παιδιών, αλλά και την ψυχοπαιδαγωγική ποιότητα της ζωής τους. Ασφαλής κι επιτυχής θεωρείται η ένταξη κατά την οποία οι μαθητές αναπτύσσουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε μία τάξη, έχουν ενδιαφέροντα κι υποχρεώσεις, διατηρείται η καλλιέργεια των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και των επικοινωνιακών τους δεξιοτήτων.
Επανένταξη ή Ενσωμάτωση στο Εκπαιδευτικό Σύστημα;
Σύμφωνα με θεσμικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεθνών οργανισμών (UNESCO, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, κλπ), η ενταξιακή εκπαίδευση αποτελεί σήμερα βασική αρχή των σχολείων και των εκπαιδευτικών συστημάτων. Η Α. Ζώνιου-Σιδέρη έχει μελετήσει κι αναφερθεί στην Ενταξιακή Εκπαίδευση & Κοινωνική Δικαιοσύνη στη Σύγχρονη Εποχή. Σύμφωνα με την Ζιώνου-Σιδέρη (1998, 2004) ο όρος ένταξη αναφέρεται «στη συστηματική τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα σε ένα άλλο έτσι ώστε, κάποιος να μπορεί να θεωρήσει το πρώτο αντικείμενο ως πλήρες», ενώ ο όρος ενσωμάτωση αναφέρεται στη «μονόπλευρη προσκόλληση ενός αντικειμένου σε ένα άλλο, που έχει ως αποτέλεσμα, το πρώτο αντικείμενο να χάνει τα προσωπικά του χαρακτηριστικά».
Αντιλαμβανόμαστε πως όταν ένα παιδί επιστρέφει στο σύστημα της τάξης χρειάζεται στήριξη ώστε η επανένταξη, από το οικογενειακό ή θεραπευτικό περιβάλλον σε εκείνο της ανάπτυξης και της μάθησης, να γίνει ομαλά και με σεβασμό στον νέο του κοινωνικό ρυθμό.
Για το λόγο αυτόν, απαραίτητες θεωρούνται ορισμένες εκπαιδευτικές προϋποθέσεις ή παραδοχές:
Έως την επιστροφή του μαθητή, το περιεχόμενο της διδασκαλίας που έχει απολέσει, θα πρέπει να έχει καλυφθεί με – ανάλογο των ατομικών δυνατοτήτων κι αναγκών του – τρόπο διδασκαλίας (νοσοκομειακή ή άλλου τύπου εκπαίδευση). Οι διδακτικές προσαρμογές κι οι τροποποιήσεις του αναλυτικού προγράμματος που θα χρησιμοποιήσει ο εκτός σχολείου εκπαιδευτικός είναι μάλλον επιβεβλημένες (π.χ. Block & Vogler 1994, Giangreco & Putnam 1991, Block 2000: τρόποι μετάδοσης πληροφοριών και διδακτέας ύλης, κ.λ.π.)
Η ψυχοκοινωνική προετοιμασία των μαθητών πριν την επανένταξη του αποθεραπευμένου μαθητή θεωρείται αναγκαία, καθώς μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των βασικών ανθρώπινων συναισθημάτων ή φόβων που εγείρονται λόγω της ασθένειας, και την ως εκ τούτου την βέλτιστη επανεισαγωγή του μαθητή στη «φυσιολογική» ροή της σχολικής ζωής ή τουλάχιστον στη μείωση των αποριών για την ασθένεια.
Η αρχική επιστροφή καλό θα ήταν να έχει εξατομικευμένη φροντίδα και προσοχή μέσα στην τάξη, όχι όμως κατά τη διάρκεια του μαθήματος, ώστε να μην εκπέμπεται το μήνυμα πως πρόκειται για το αδύναμο μέλος της τάξης (στόχευση).
Η επιστροφή ή η ένταξη ενός μαθητή μετά από την αποθεραπεία του, αλλάζει τη δυναμική του συστήματος της τάξης. Για το λόγο αυτόν ο σχολικός εκπαιδευτικός ίσως χρειαστεί να διαφοροποιήσει την οργάνωση του γενικού περιβάλλοντος της τάξης, ώστε να ταιριάζει στις λειτουργικές ανάγκες και δεξιότητες όλων των μαθητών.
Η ορθή επικοινωνία κι η διευκρίνιση των διδακτικών (ρεαλιστικών) στόχων θα διευκολύνει επίσης τον μαθητή να μειώσει τη συναισθηματική του ένταση ή να τη χειριστεί καλύτερα, με αποτέλεσμα καλύτερες επιδόσεις στα μαθήματα του, βελτιώνοντας το αίσθημα αυτοεκτίμησης.
Η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη και σταθμισμένη στους ατομικούς στόχους του μαθητή που επιστρέφει στο σύστημα της τάξης κι όχι με γενικά εκπαιδευτικά κριτήρια.
Η στενή συνεργασία του ψυχογκολόγου, του δασκάλου/καθηγητή και της οικογένειας, για το πρώτο διάστημα της επανένταξης θα ήταν χρήσιμη (π.χ. ιατρικοί περιορισμοί, ψυχική διάθεση), ώστε η τόσο κρίσιμη καμπή στην οικογενειακή ζωή να έχει την πληρέστερη δυνατή υποστήριξη και να συμβάλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του πρώτου καιρού της επιστροφής στα θρανία.
Στη σχετική βιβλιογραφία εξετάζεται σε ένα βαθμό κι ο ρόλος των γονέων, οι οποίοι συνήθως αιφνιδιάζονται ευχάριστα και εκδηλώνουν μία στάση ευγνωμοσύνης απέναντι στο δάσκαλο/καθηγητή του παιδιού τους, όταν εκείνος προσηλώνεται με διάθεση για στήριξη δίπλα στο παιδί και στο πρόβλημα που τους απασχολεί, ενώ δημιουργεί κλίμα ασφάλειας όπου το παιδί αισθάνεται ελεύθερο να εκφράσει τις αγωνίες του.
Ανταπόκριση Οικογένειας στη Νέα Κατάσταση
Παρότι η οικογένεια έχει ήδη δείξει δείγματα γραφής προσωπικής δύναμης και συνοχής, βρίσκεται ακόμα υπό το κράτος της ψυχικής φόρτισης. Συχνά οι γονείς αισθάνονται να είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την ασθένεια του παιδιού τους, πράγμα που καθιστά την επιβάρυνσή τους, εντονότερη.
Τα συναισθήματα του φόβου, της οργής, του θυμού, της ενοχής, της απελπισίας, είναι καταστάσεις που απαιτούν μακρόχρονη προσοχή και συμβουλευτική αντιμετώπιση. Οι γονείς με παιδιά που ασθένησαν μαθαίνουν να περνούν στην απαραίτητη δράση, καταπιέζοντας το θυμό ή την οργή τους. Με την αντιμετώπιση τέτοιων «δυσάρεστων» συναισθηματικών καταστάσεων, γονείς και παιδιά μαθαίνουν να αναγνωρίζουν και να επικοινωνούν τα συναισθήματά τους και γενικότερα να λαμβάνουν αποφάσεις που επιτυγχάνουν συναισθηματική αυτάρκεια και ισορροπία.
Ορισμένες οικογένειες έχουν δώσει μάχες κι έχουν σταθεί στο ύψος τους, οπότε κάθε εκπαιδευτικός θα πρέπει να επικοινωνεί ήπια και να δίνει προσοχή στην ευάλωτη κατάστασή τους. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να προσανατολίζεται στα θετικά στοιχεία που διαθέτει η οικογένεια και ο μαθητής, να τα επισημαίνει, να δίνει οδηγίες, να εμβαθύνει στην πληροφορία και να δίνει τον απαιτούμενο χρόνο για απόκριση κι ανάπτυξη της μάθησης.
Η Προετοιμασία της Οικογένειας και του Μικρού Παιδιού για το Νήπιο/Σχολείο
Η είσοδος του μικρού παιδιού στο σχολείο αποτελεί μια νέα φάση στην αναπτυξιακή πορεία ζωής της οικογένειας. Είναι η περίοδος κατά την οποία το παιδί βγαίνει από το στενό και προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον και κοινωνικοποιείται κάνοντας τα πρώτα του βήματα στον παιδικό σταθμό, το νηπιαγωγείο ή τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού που αποτελούν μια μικρογραφία της κοινωνίας με περιορισμούς, κανόνες, απαιτήσεις αλλά φέρουν ή καλλιεργούν και στοιχεία αυτονόμησης, εμπιστοσύνης κι εξέλιξης. Η μεγάλη αυτή αλλαγή κινητοποιεί πολλά συναισθήματα και αγωνίες τόσο στους γονείς που καλούνται να διαχειριστούν την αναπτυξιακή αυτή φάση της οικογένειας, όσο και στο παιδί που καλείται να προσαρμοστεί στις συνθήκες του παιδικού σταθμού, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μικρά παιδιά που βρέθηκαν να ασθενούν με απειλητικές για τη ζωή τους νόσους.
Η εισαγωγή στα νέα περιβάλλοντα, μπορεί να γίνει ασφαλέστερα με ορισμένες προσαρμογές του προγράμματος, πριν την έναρξη του σχολείου, όπως:
Προετοιμασία του μικρού: δέκα περίπου ημέρες πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς φροντίστε να ενημερώνετε/υπενθυμίζετε καθημερινά ότι έχει μεγαλώσει κι ότι θα πάει (ή ξαναπάει) σχολείο όπου θα γνωρίσει νέους (ή θα συναντήσει ξανά) φίλους και θα μάθει καινούργια πράγματα. Ο θετικός, ενισχυτικός τόνος της φωνής σας θα εμπνεύσει σιγουριά και εμπιστοσύνη με αποτέλεσμα να αποδεχθεί καλύτερα τη νέα κατάσταση μαθητείας.
Μάθετε του τι είναι η τάξη ή πως συμπεριφερόμαστε με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο. Η μετάβαση από το ελεύθερο σε δομημένο περιβάλλον, απαιτεί την προσαρμογή σε εξελιγμένες επικοινωνιακές δεξιότητες (π.χ. κάνουμε ησυχία στην τάξη κ.λ.π.).
Επισκεφθείτε βιβλιοπωλεία και προμηθευτείτε κατάλληλα για την ηλικία του βιβλία και σχολικά είδη που θα διαλέξετε μαζί.
Πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς ή της επανένταξης πηγαίνετε δύο ή τρεις φορές στο σχολείο, μαζί με το παιδί σας, ώστε να του γίνει (ή ξαναγίνει) οικείος ο χώρος, οι αίθουσες, το προαύλιο. Συζητήστε μαζί του τις αναμνήσεις του από (ή ενημερώστε το για) τις ώρες, το κουδούνι, το διάλλειμα, τι του άρεσε/αρέσει και τι όχι.
Επιτρέψτε την πρωτοβουλία, όσον αφορά τα ρούχα που θα διαλέξει να φορέσει, την προετοιμασία της σάκας του, ώστε να είναι ενημερωμένο, ήρεμο και να νιώθει ασφάλεια με τις επιλογές του.
Έχετε σταθερό κι ενισχυτικό τόνο φωνής και στάσης σώματος, με κατανόηση κι υπομονή όμως έως ότου το παιδί βρει (ή ξαναβρεί) τις ισορροπίες του στο νέο περιβάλλον.
Εάν το παιδί εναντιώνεται, αντιδρά έντονα, ή αρνείται να πάει (επιστρέψει) στο σχολείο, εάν απομονώνεται ή δεν μπορεί να συγκεντρωθεί ή παρουσιάζει φοβίες, παρακαλείσθε να απευθυνθείτε σε ειδικό που θα σας βοηθήσει να διαπιστώσετε εάν πίσω από αυτές τις συμπεριφορές κρύβονται άλλες δυσκολίες (π.χ. μαθησιακές) ή εάν τραύμα από το ιατρικό περιβάλλον απαιτεί προσοχή και χρειάζεται ειδική αγωγή.
Η ένταξη κι η επανένταξη στο σχολείο είναι ένα κρίσιμες κι ουσιώδεις φάσεις της φυσιολογικής ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης όλων των παιδιών που πέρασαν από μια σοβαρή, χρόνια ή απειλητική για τη ζωή τους ασθένεια. Τα παιδιά αυτά, όχι μόνο δικαιούνται να εκπαιδευτούν στο σχολείο, αλλά θα πρέπει να παροτρύνονται και να ενισχύονται προκειμένου να επιστρέψουν πλήρως στην φυσιολογική σχολική ζωή.
Τους εύχομαι μια εξαιρετική σχολική χρονιά και μία ζωή με πρόοδο και χαρά!
Σημαντική Σημείωση: Η στήριξη της οικογένειας πρέπει να γίνεται από ψυχοθεραπευτή που οπωσδήποτε έχει συγκεκριμένη ειδικότητα και πείρα στη νόσο, ώστε να συνοδεύσει την οικογένεια με σεβασμό, γνώση κι ευαισθησία στο δύσκολο μονοπάτι της.