γράφει η ενδοκρινολόγος Παρή Ράπτη, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μιλάνου
Ο θυρεοειδής είναι ένας αδένας ο οποίος βρίσκεται στη βάση του λαιμού. Έχει σχήμα πεταλούδας, με τους δύο λοβούς να αποτελούν τα «φτερά» και να ενώνονται με τον ισθμό του θυρεοειδούς. Ο θυρεοειδής παράγει δραστικές ορμόνες, δύο εκ των οποίων είναι η θυροξίνη (Τ4) και η τριωδιοθυρονίνη (Τ3).
Η Τ3 και η Τ4 έχουν πολλαπλές και σημαντικές δράσεις στον οργανισμό. Οι ποσότητές τους που απαιτούνται για την καλή λειτουργία του οργανισμού ελέγχονται από τον εγκέφαλο με τη βοήθεια της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH), που παράγεται από την υπόφυση, έναν μικρό αδένα που βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου. Μόλις μειωθούν τα επίπεδα των ορμονών Τ3, Τ4 στο αίμα, ο θυρεοειδής δέχεται την εντολή να αυξήσει την παραγωγή τους μέσω της TSH και το αντίστροφο.
Η δυσλειτουργία του θυρεοειδή διαταράσσει αυτή την υπέροχη ισορροπία και ο οργανισμός εκδηλώνει ποικίλα συμπτώματα.
Για να αντιμετωπισθούν τα συμπτώματα, μια λύση υπάρχει: η αποκατάσταση της ορμονικής ισορροπίας. Για να συμβεί αυτό, πρέπει πρώτα να τεθεί η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού. Αυτή επιτυγχάνεται κατ’ αρχάς με μέτρηση στο αίμα των επιπέδων των ορμονών Τ3, Τ4 και TSH. Η χαμηλή T4 ή T3 και η υψηλή TSH είναι χαρακτηριστικό εύρημα σε περίπτωση πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισμού που είναι και ο συχνότερος. Η TSH είναι συνήθως ο πρώτος δείκτης διάγνωσης υποθυρεοειδισμού που ανευρίσκεται εκτός φυσιολογικών ορίων, στους περισσότερους ασθενείς που γίνονται υποθυρεοειδικοί.
Επίσης απαραίτητος είναι ο υπέρηχος με αιμάτωση Doppler για ολοκληρωμένη διάγνωση και άλλες εργαστηριακές εξετάσεις και πριν από όλα κλινικός έλεγχος.
Όταν οι ασθενείς εμφανίζονται ως υποθυρεοειδικοί, ζητούνται εξετάσεις για αντισώματα θυρεοειδούς, καθώς και υπερηχογράφημα θυρεοειδούς με αιμάτωση ώστε να διερευνηθεί και η αιτία του υποθυρεοειδισμού. Όταν τεθεί η διάγνωση, χορηγείται θεραπεία, που συνήθως είναι ορμονική με συνθετική θυροξίνη.
Οι αιτίες
Ο θυρεοειδής μπορεί να παρουσιάζει μειωμένη λειτουργία εξαιτίας χρόνιων φλεγμονωδών διαταραχών, όπως η χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (ή θυρεοειδίτιδα Hashimoto), η οποία αποτελεί μία από τις συχνότερες αιτίες του.
Όταν ο ασθενής έχει θυρεοειδίτιδα Hashimoto στο αίμα του ανευρίσκονται συχνά υψηλά επίπεδα θυρεοειδικών αντισωμάτων. Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto είναι συχνή αιτία υποθυρεοειδισμού σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας και σε νεαρούς ενήλικες.
Στο παρελθόν, πολλές περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού προέκυπταν από προηγούμενη θυρεοειδεκτομή (χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς), επειδή η εγχείρηση ήταν η πιο συχνή μέθοδος αντιμετώπισης των προβλημάτων του αδένα. Σήμερα, όμως, παρατηρούνται περισσότερες περιπτώσεις οφειλόμενες σε προηγούμενες θεραπείες με ραδιενεργό ιώδιο, παρά σε χειρουργεία. Πολλά περιστατικά, εξάλλου, οφείλονται σε οικογενειακό ιστορικό ή κληρονομικότητα, καθώς πάνω από το 50% των υποθυρεοειδικών ασθενών έχουν συγγενείς με ιστορικό θυρεοειδικών παθήσεων ή βρογχοκήλης.
Επιπλέον, οι νέες τεχνολογίας διαγνωστικές εξετάσεις εντοπίζουν περιπτώσεις λανθάνοντος υποθυρεοειδισμού, οι οποίες δεν ανευρίσκονταν στις εξετάσεις παλαιάς τεχνολογίας καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα να εντοπίσουν μικρού βαθμού υπολειτουργία.
Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις συγγενούς (εκ γενετής) υποθυρεοειδισμού. Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στα 4.500 παιδιά γεννιούνται με υπολειτουργία του θυρεοειδούς. Εάν η νόσος δεν εντοπιστεί αμέσως μετά τη γέννηση, ώστε να αρχίσει αμέσως η θεραπεία, τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν νοητική υστέρηση. Γι’ αυτό τον λόγο στις περισσότερες προηγμένες χώρες γίνεται σε όλα τα νεογέννητα έλεγχος για υποθυρεοειδισμό.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα συχνή αιτία υποθυρεοειδισμού ήταν η έλλειψη ιωδίου στο υπέδαφος και κατά συνέχεια στο νερό. Σήμερα, όμως, δεν παρατηρείται πλέον στις περισσότερες χώρες της Δύσης, λόγω του εμπλουτισμού του αλατιού με ιώδιο και λόγω της χρήσης του ιωδίου ως συντηρητικού σε πολλά τρόφιμα.
Ορισμένα φάρμακα όπως το λίθιο, η αμιοδαρόνη, τα φύκια ή αντιθυρεοειδικά χάπια επίσης μπορεί να προκαλέσουν υποθυρεοειδισμό. Τέλος, ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ακτινοβολία για τη νόσο Hodgkin’s ή για καρκίνο στη γλώσσα, συχνά εμφανίζουν υποθυρεοειδισμό μερικούς μήνες ή μερικά χρόνια μετά τη θεραπεία.
Τέλος, η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ιωδίου που ανευρίσκονται σε βιταμίνες, σιρόπια για το βήχα ή σκιαγραφικά που χρησιμοποιούνται στους ακτινολογικούς ελέγχους, επίσης μπορεί να προκαλέσουν υποθυρεοειδισμό.
Το πιο σημαντικό που πρέπει να γνωρίζουν οι ασθενείς είναι πως όταν παρουσιαστεί αυτού του είδους η δυσλειτουργία (υπολειτουργία) του θυρεοειδούς είναι μάλλον απίθανο να επανέλθει σε φυσιολογική λειτουργία, επομένως οι ασθενείς που αρχίζουν ορμονική υποκατάσταση, μπορεί να χρειαστεί να την συνεχίσουν δια βίου.
Τα συμπτώματα
Τα πιο συχνά συμπτώματα και σημεία του πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισμού, επειδή μπορεί να εμφανιστούν εντελώς αθόρυβα και ήπια (άτυπα) μπορεί να μας παραπέμπουν σε άλλα νοσήματα και όχι στη θυρεοειδική δυσλειτουργία. Έτσι, η διαφορική διάγνωση μπορεί να αποτελέσει πρωταρχικό μέλημα και προκειμένου να αποκλειστούν άλλα νοσήματα μπορεί να είναι απαραίτητη.
Αρχικό σύμπτωμα μπορεί να αποτελέσει η αλλαγή έκφρασης του προσώπου: γίνεται «σκυθρωπό», με μειωμένη μιμική, με ελαφρύ διάχυτο οίδημα, χαρακτηριστικό χρώμα και ελαφρύ οίδημα βλεφάρων γύρω από τις κόγχες που μπορεί να συνοδεύεται από πτώση των βλεφάρων.
Ο ασθενής μπορεί επίσης να παρουσιάζει τριχόπτωση, η οποία μπορεί να αφορά όλο το σώμα, ακόμα και τις άκρες των φρυδιών. Επιπλέον, το δέρμα εμφανίζεται τραχύ, ξηρό, οιδηματώδες, με ελαφρά απολέπιση.
Ελαφρά αύξηση του σωματικού βάρους είναι ένα άλλο σύμπτωμα, ενώ χαρακτηριστική είναι η δυσανεξία στο ψύχος αλλά και η λέξη «βραδύς» ως συνθετικό πολλών λειτουργιών: βραδυφωνία, βραδυκαρδία, βραδύνοια, βραδυψυχισμός (βραδύς ο λόγος, βραδύς ο σφυγμός κ.λπ.). Σε ψυχολογικό επίπεδο, εξάλλου, παρατηρείται κατάθλιψη και σύγχυση, έλλειψη συγκέντρωσης και αποπροσανατολισμός που στα ηλικιωμένα άτομα μπορεί να φθάσει έως την άνοια.
Μπορεί να παρατηρηθεί αλλαγή του θυμικού με όλες τις πιθανές αποχρώσεις. Αλλαγή του χρώματος του δέρματος με εμφανή απόχρωση, λόγω κοροτιναιμίας, κυρίως στις παλάμες και τα πέλματα, αλλαγές στη γλώσσα (παχιά).
Άλλα χαρακτηριστικά συμπτώματα που μπορεί να εμφανιστούν είναι η έντονη δυσκοιλιότητα, το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα και το οίδημα στον αστράγαλο.
Τα αντανακλαστικά εμφανίζονται με έντονη σύσπαση και βραδύτητα στο χρόνο χαλάρωσης, ενώ εμφανίζονται επίσης διαταραχή της εμμήνου ρύσεως (κυρίως μηνορραγίες), υποθερμία και αναιμία εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας απώλειας αίματος κατά τον έμμηνο κύκλο.
Λόγω της μηνορραγίας μπορεί αν εμφανισθεί υπόχρωμη αναιμία καθώς και άλλου τύπου αναιμία, όπως, σε σπάνιες περιπτώσεις, παρατηρείται μακροκυτταρική αναιμία, λόγω ελάττωσης της απορρόφησης της βιταμίνης Β12.