Μια μέρα με συννεφιά, που, όμως, ήταν η πιο ηλιόλουστη της ζωής μου. Αυτήν τη μέρα θέλω να μοιραστώ μαζί σας, γιατί την πέρασα με τη μονάκριβη βαφτιστήρα μου, την Νεφέλη, την οποία συνάντησα για πρώτη φορά μετά από πολλούς μήνες.
Το ραντεβού δόθηκε στο σπίτι της, για να πάμε μαζί να αγοράσουμε τα πατροπαράδοτα παπούτσια, που δωρίζουν οι νονοί το Πάσχα στα βαφτιστήρια τους. Την πόρτα άνοιξε η μητέρα της, η Μένια, κολλητή μου φίλη και μετέπειτα κουμπάρα, μιλούσε στο τηλέφωνο για «αριθμούς λευκών», γεγονός που δεν με ξάφνιασε καθόλου, γιατί είχαν γίνει πλέον καθημερινότητα για εμάς, μετά είδα τον Πάρη, χαμογελαστό και πριν προλάβω να ρωτήσω «που είναι η Νεφέλη;», να την, ξεπρόβαλε από την κουζίνα χαρούμενη, ομιλητική, εξωστρεφής και πιο όμορφη από ποτέ.
Τίποτε δεν θα πρόδιδε τη μεγάλη δοκιμασία και τη βαριά θεραπεία, την οποία υπέμεινε όλους αυτούς τους μήνες με απίστευτη γενναιότητα, ένα κοριτσάκι μόλις τεσσάρων ετών, τίποτε, εκτός από το χνουδάκι στο κεφαλάκι της, εκεί όπου άλλοτε ήταν τα καστανά μαλλιά της. Με τον κίνδυνο, όμως, να με χαρακτηρίσετε ως νονά… κουκουβάγια, θα σας πω, ότι η έλλειψη μαλλιών ανέδειξε τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της, τη γαλλική μυτούλα της και τα εκφραστικά της μάτια.
«Περάστε δεσποινίς νονά μέσα στο ασανσέρ!», μου είπε χαμογελαστά και ξαφνιάστηκα τόσο πολύ και τόσο ευχάριστα, που θέλησα να τη φιλήσω, αλλά συγκρατήθηκα, γιατί τα φιλιά και οι αγκαλιές δεν επιτρέπονται ακόμα. Το κοριτσάκι, που τόσους μήνες, καταβεβλημένο από τη χημειοθεραπεία, δεν ήθελε να δει ούτε εμένα, ούτε τον νονό της –ναι, καλά καταλάβατε, δεν είμαι «δεσποινίς»– τώρα μου κρατούσε το χέρι και περπατούσαμε στο δρόμο για το μαγαζί, συζητώντας χαρούμενα για τα φαναράκια που θα μοιράσει στα παιδάκια στο νοσοκομείο για το Πάσχα.
Ο ήλιος, εκείνη την μέρα, για όλους εσάς ήταν κρυμμένος πίσω από τα σύννεφα, για μένα, όμως, ήταν μια μέρα φωτεινή, γιατί μια ηλιαχτίδα έλαμπε δίπλα μου και μου κρατούσε το χέρι!
Όλγα