Οι επιπτώσεις, σε βάθος χρόνου, στη ζωή και την υγεία των ατόμων της θεραπείας στην οποία υποβλήθηκαν ως παιδιά ή έφηβοι για την αντιμετώπιση κάποιας μορφής καρκίνου, τα λεγόμενα late effects, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για τα άτομα αυτά αλλά και για τους γιατρούς, το οποίο γράφεται συνεχώς, καθώς και οι ίδιοι οι επιστήμονες ανακαλύπτουν τα δεδομένα τώρα –ή δεν έχουν τα ανακαλύψει ακόμα…
Το ζήτημα είναι αντικείμενο διαρκούς έρευνας, η οποία τα τελευταία χρόνια αρχίζει να αποδίδει καρπούς, παρότι τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς, κάτι που είναι αναμενόμενο λόγω της ταχύτατης εξέλιξης των πρωτοκόλλων θεραπείας, σε συνδυασμό με τα μοναδικά χαρακτηριστικά κάθε ατόμου. Το τελευταίο διάστημα η έρευνα αυτή έρχεται σε πρώτο πλάνο και στη χώρα μας, όπου όμως υπάρχει πολύς δρόμος που πρέπει να καλυφθεί σε σχέση με τα μητρώα ασθενών με καρκίνο.
Στο πλαίσιο αυτή της έρευνας, μια νέα αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Annals of Internal Medicine» κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που επιβιώνουν του καρκίνου ενδεχομένως να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης καρδιακής νόσου ως ενήλικες. Συγκεκριμένα, επιστημονική ομάδα του Παιδιατρικού Νοσοκομείου «St. Jude», στο Μέμφις των ΗΠΑ, με επικεφαλής τον Δρ. Ντάνιελ Μουλρούνεϊ, υποστηρίζουν ότι οι παρατεταμένες συνέπειες των θεραπειών για την αντιμετώπιση του καρκίνου ενδεχομένως να προκαλούν καρδιακές ανωμαλίες χωρίς εμφανή συμπτώματα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι περίπου το 3% έως 24% των ατόμων που έχουν επιβιώσει παιδιατρικού καρκίνου εμφανίζουν καρδιακό νόσημα μέχρι να γίνουν 30 ετών. Και όταν πια έχουν φτάσει 40 ετών και άνω, το ποσοστό κυμαίνεται από 10% έως 37%.
Τα συμπεράσματα προκύπτουν μετά από ανάλυση στοιχείων που αφορούσαν σχεδόν 1.900 γυναίκες και άνδρες που είχαν ως παιδιά υποβληθεί σε αντικαρκινική θεραπεία στο Νοσοκομείο Παίδων «St. Jude». Οι συμμετέχοντες ήταν από 18 έως 60 ετών και είχαν υποβληθεί σε χημειοθεραπείες ή/και ακτινοθεραπείες. Όλοι είχανε επιβιώσει τουλάχιστον για 10 χρόνια.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι σχεδόν κανείς εκ των ασθενών δεν είχε παρουσιάσει έκδηλα συμπτώματα καρδιακής νόσου και πάνω από το 7% είχε κάποιας μορφής μυοκαρδιοπάθεια. Το πρόβλημα αυτό ήταν εμφανέστερο στα άτομα που είχαν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία θώρακος.
Σχεδόν το 4% είχε στεφανιαία νόσο και το 28% είχε στένωση αρτηρίας ή παλινδρόμηση καρδιακής βαλβίδας. Τέλος, παρατηρήθηκαν ανωμαλίες καρδιακού ρυθμού στο 4% των επιβιωσάντων παιδιατρικού καρκίνου.
«Η συχνότητα των καρδιακών αυτών προβλημάτων είναι αναμενόμενες στον συγκεκριμένο πληθυσμό ενηλίκων, αλλά όχι απαραιτήτως και στα νεότερα άτομα που έχουνε επιβιώσει παιδιατρικού καρκίνου. Οι ασθενείς αυτοί εκτίθενται σε τοξικές αντικαρκινικές θεραπείες και είναι λογικό να διατρέχουν κίνδυνο πρόωρης καρδιαγγειακής νόσου, πολλοί εκ των οποίων χωρίς συμπτώματα» εξηγεί ο Δρ Μουλρούνεϊ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι καθώς βελτιώνονται διαρκώς τα αντικαρκινικά θεραπευτικά μέσα, οι πιθανότητες επιβίωσης παιδιατρικού καρκίνου αυξάνουν αξιοσημείωτα. Κι ενώ στο πρόσφατο παρελθόν, ο μεγαλύτερος φόβος των γιατρών ήταν η επανεμφάνιση του καρκίνου, σήμερα οι ασθενείς είναι αντιμέτωποι με τις παρατεταμένες ανεπιθύμητες ενέργειες των θεραπειών στις οποίες υποβάλλονται.