Γράφει η Βασιλική Ούτσα,
Co-Owner TheHand, Communication & Advertising Manus
Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο στην Ελλάδα και έχοντας κάνει ένα πρώτο κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών, η έννοια της χορηγίας αποτυπούται στο μυαλό μου και τις γνώσεις μου –όπως και στους περισσότερους Έλληνες– περισσότερο ιστορικά (με αφετηρία την πανάρχαια πατρωνία) και λιγότερο πρακτικά, αφού στο τέλος της δεκαετίας του 1990, η σύγχρονη χορηγία ψάχνει στην Ελλάδα, πέρα από κάποια πεφωτισμένα βήματα ευεργετών και δωρητών, τον άνετο βηματισμό της που θα την οδηγήσει στα μεγάλα χορηγικά προγράμματα των Ολυμπιακών Αγώνων, που κοντοζυγώνουν.
Φεύγοντας για σπουδές στην Ιταλία και την Αγγλία, αρχίζω να αντιλαμβάνομαι τις πρακτικά ευεργετικές συνέπειες διαφόρων χορηγικών δράσεων: τη δημιουργία ενός τοπικού μπαζάρ για την αγορά ενός αμαξιδίου σε ένα κοριτσάκι καθηλωμένο από βαρύτατη νόσο, την αξία ενός καλλιτεχνικού γεγονότος που πραγματοποιείται με τη πρωτοβουλία και τα χρήματα (ναι, τα χρήματα!) ενός φιλόμουσου χορηγού, το «χτίσιμο» ενός αθλητικού θεσμού, που με τη βοήθεια ενός brand θα κάνει τα νεαρά άτομα μιας επαρχιακής πόλης να αγαπήσουν τον αθλητισμό και ούτω καθεξής. Αν εξαιρέσουμε τα καλλιτεχνικά –για τα οποία τολμώ να πω, χρόνια μετά από κείνες τις στιγμές, ήταν και το κίνητρο να φύγω από την πατρίδα μου, καθώς θεωρούσα ότι μπορούσα να σώσω τον κόσμο με τις μουσικές και τις κιθάρες μου!–, οι υπόλοιπες μορφές υπήρξαν στο παρελθόν ένας «αινιγματικός» τομέας για μένα και πιθανώς και για πολλούς άλλους. Ήταν άραγε απλά πλούσιοι ή μήπως ήταν εύποροι αλλά κυρίως ευπατρίδες οι χορηγοί;
Επέστρεψα από το εξωτερικό και βρήκα μια Ελλάδα να παρακολουθεί το Χρηματιστήριο σε ειδικό κανάλι και να οργανώνει events. Βρήκα, επίσης, έναν ολόκληρο χορηγικό κόσμο επιπόλαια συνδυασμένο με τις κόμες και το physique κυρίων και, κυρίως, κυριών από εύπορες περιοχές των Αθηνών. Και όχι τόσο άδικα καθώς έτσι ακριβώς λογίζονταν οι χορηγοί –μέσα στη διόγκωση και την υπερβολή του Τύπου, που ακολουθούσε την υπερβολή σε κάθε συνήθεια ενός ολόκληρου λαού– από έντυπα, από «κοσμικατζούδες» που αποθέωναν όποιον είχε οικονομική επιφάνεια, από εκδηλώσεις μια φλύαρης και σπάταλης εποχής σε PR kai show-off, αποδυναμώνοντας το σκοπό για τον οποίο γίνονταν οι χορηγίες.
Κι έτσι ομολογουμένως κύλισαν πολλά χρόνια, τόσο στην ιστορία των δημοσίων σχέσεων, όσο και στην ιστορία των χορηγικών προγραμμάτων.
Οι περιπτώσεις λιτής και ευγενούς προσπάθειας για ουσιαστική βοήθεια σε εκείνους που πραγματικά το είχαν ανάγκη ήταν σίγουρα λιγότερες από εκείνες, που εν μέσω τυρού και αχλαδίου, υπόσχονταν μεγαλεπήβολα, μέσα από μια υποτροφία, την ανάδειξη ενός νέου Μενέλαου Παλλάντιου…
Κάτι όμως άλλαζε, τόσο στον κόσμο και την κοινωνία που χρειάζεται, που προσδοκά στην κοινωνική ευθύνη μαρκών και εταιρειών, όσο και σε μένα που έδινα περισσότερο σημασία σε δουλειές με κέντρο τον άνθρωπο με την κοινωνική του διάσταση, στην ανθρωπιστική υπόσταση κάθε μορφής βοήθειας και λιγότερο στις «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες»!
Η αλήθεια ήταν πικρή: μεγάλωνα και μίκραινε το σύμπαν μου, εκτιμούσα περισσότερο την αξία της ζωής, την αξιοπρέπεια του ατόμου, την υποχρέωση του συστήματος πρόνοιας να δώσει λύσεις σε εκείνους που πάσχουν –το βασικό πυρήνα δηλαδή μια πραγματικής ζωής.
Δουλεύοντας ολοένα και πιο υψηλόβαθμα πλέον για τέτοιου είδους project, συναναστρεφόμενη με «πελάτες», φιλόδοξους και με όραμα χορηγούς, μεσολαβητές, μεταπράτες, δημιουργικά μυαλά, μέσα μαζικής ενημέρωσης που ήθελαν να γίνουν αρωγοί μιας κοινωνίας που αλλάζει χρόνο με το χρόνο, ξέφτισαν όσες ενέργειες είχαν στηθεί πρόχειρα και με γνώμονα την προσωπική προβολή μιας περσόνας επηρμένης, αποδομήθηκε ό,τι είχε βασιστεί στο κενό και στο τίποτα και καταδαφίστηκε καθετί που μόνο χορηγία δεν αποτέλεσε. Ακόμα θα θυμάμαι, εν είδη εργασιακού ανεκδότου, τη διάσημη κυρία που είχε προσεγγίσει μια μεγάλη εταιρεία επικοινωνίας στην οποία εργαζόμουν με σκοπό να δημιουργήσει σύνδεσμο φιλίας με γείτονα χώρα και δύο εβδομάδες αργότερα οδηγήθηκε στο αυτόφωρο για αρπαγή ανηλίκου τέκνου από τον πρώην σύζυγό της, γινόμενη πρώτο θέμα στα μεσημεριανά της εποχής!
Σιγά-σιγά καταλάγιαζε η μπόρα της χαώδους δημοσιότητας! Αργά-αργά ξεθύμανε η πορτοκολάδα της αφθονίας. Τελικά, διακρίναμε την ήρα από το στάρι.
Η χορηγία δε θα μπορούσε ποτέ πλέον να είναι αποκομμένη από τον άνθρωπο που την παράγει, που τη δημιουργεί. Οι σοβαρές χορηγίες δε ξεφύτρωναν καθημερινά, αντίθετα ήταν «τακτοποιημένες» μέσα σε άξιες πολλαπλές δράσεις, με οικονομικές, κοινωνικές, ανθρωπιστικές παραμέτρους, με οφέλη και ωφέλειες, με στοχευμένες ευεργεσίες, με καθολική κινητοποίηση, με επιμέρους προβολές, με οικονομικά πλάνο, με όραμα, με, με…
Τέτοιες σκέψεις είχα στο νου μου, όταν έμπαινα για πρώτη φορά στο «Παιδικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Μαριάννα Βαρδινογιάννη» και είναι αλήθεια, δυστυχώς, ότι αυτή η πρώτη φορά δεν ήταν για δουλειά. Το κοριτσάκι μιας από τις καλύτερες μου φίλες, με τις πιο τρυφερές και αθώες ηλικιακά αρτηρίες, νοσούσε από λευχαιμία. Όπως έμαθα, δεν ήταν η εξαίρεση, καθώς εκατοντάδες παιδιά νοσούσαν από την ίδια ασθένεια σε όλη την Ελλάδα και το χειρότερο, με μετριοπαθείς προβλέψεις, πολλά περισσότερα θα νοσούσαν στο μέλλον. Όλα όμως έβρισκαν πέρα από το κουράγιο και τη δύναμη να ξεκινήσουν ένα σημαντικό και μακρύ αγώνα, μια τεράστια αγκαλιά, μια κοινή αφετηρία γεμάτη από ιατροφαρμακευτική περίθαλψη υψηλών απαιτήσεων σε τούτο δω το χώρο ενός νοσοκομείου. Σκέφτηκα πολλές φορές τι θα γίνονταν όλα αυτά τα παιδιά και φυσικά και οι γονείς τους αν δεν υπήρχε αυτή η ευλογημένη πρόβλεψη, αυτό το απαιτητικό όνειρο να φτιαχτεί το πρώτο παιδικό ογκολογικό νοσοκομείο στην Αθήνα. Η απάντηση δε δόθηκε ποτέ από μένα, δεν ήμουν άλλωστε αρμόδια να απαντήσω.
Στο νοσοκομείο της Νεφέλης, λοιπόν, η δύναμη της χορηγίας έγινε δύναμη ζωής, άξιοι γιατροί, νοσηλευτές, διοικητικοί υπάλληλοι, υποδέχονταν και κούραραν τους μικρούς ήρωες με την κυκλοθυμία της νεότητας και την ευαισθησία μιας ασθένειας που δεν τους άξιζε. Εδώ τα παιδιά δεν ξέχασαν το παιγνίδι, την ξεγνοιασιά του ελεύθερου χρόνου, τα διαβάσματα, τις δημιουργικές ώρες. Εθελοντές, εταιρείες που διερεύνησαν στα πλαίσια της κοινωνικής τους συνεισφοράς και έστερξαν για δώρα και είδη πρώτης ανάγκης, άνθρωποι που είχαν νοσήσει και θέλησαν να μιλήσουν και να μοιραστούν την εμπειρία τους, σύλλογοι που δημιουργήθηκαν από πραγματική ανάγκη να πολεμήσουν το «άσχημο» αλλά κυρίως και πρωτίστως όσοι οραματίστηκαν, έφτιαξαν και συνεχίζουν να προσφέρουν γι αυτό το ογκολογικό νοσοκομείο, ΟΛΟΙ άξιοι και πολλά τα εύγε.
Εύγε που πολλαπλασιάστηκαν τουλάχιστον από εμένα και σε όσους το μεταφέρω ένα χρόνο τώρα στις συνομιλίες μου, όταν έμαθα από τις αφηγήσεις της φίλης μου, ότι ακόμα και όταν φύγουν οι κάμερες, όταν απομακρυνθούν τα φώτα, οι κυρίες της ευγενούς χορηγίας παραμένουν εκεί, παίζουν με τα παιδιά ωσάν τα μέλη μιας μεγάλης αισθηματικής οικογένειας, που ελπίζουν και εύχονται ο πόνος να είναι προσωρινός. Εύγε από καρδιάς. Κυρίως γιατί τώρα η δύναμη της χορηγίας γίνεται υπόθεση ζωής και μπροστά στο μεγαλείο της ζωής, δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Στη μικρή Νεφέλη και τη Μένια, για τον ένα χρόνο αγώνα*3/7/2013