Είναι βράδυ. Ξυπνάω από έναν βαθύ ύπνο, ένας ιδρώτας έχει κυριεύσει το κορμί μου. Προσπαθώ να σηκωθώ, αλλά ο ορός στο χέρι με επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα; δε βρισκόμουν στο κρεβάτι μου, αλλά σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.
Νευριάζω. Αρχίζω να θυμώνω με τους πάντες γύρω μου. Τα βάζω με το Θεό, με τη ζωή που δε με λυπήθηκε και στα πρώτα μου βήματα με υπέβαλλε σε αυτή τη δοκιμασία, μισώ τους υγιείς, τα παιδιά που αυτή τη στιγμή παίζουν ανέμελα στις παιδικές χαρές. Μισώ τους γιατρούς που ανά ώρα επισκέπτονται το δωμάτιό μου.
Αργότερα, μετά από λίγα λεπτά, αντιλαμβάνομαι πως αυτό είναι μάταιο. Πως δεν έχει νόημα να γκρινιάζεις, αλλά να αντιμετωπίζεις το οτιδήποτε σου φέρνει η ζωή.
Αποφάσισα να σταθώ στα πόδια μου, να παλέψω με το θεριό και να βγω νικητής. Και θα βγω. Ακόμα και αν τώρα υποφέρω από τάσεις λιποθυμίας, εμετούς και ναυτίες έντονες. Ακόμα και αν μερικές στιγμές αισθάνομαι το σώμα μου να παραλύει και να λυγίζει από το βάρος των θεραπειών.
Πού είναι η μητέρα μου; Θα βγήκε για λίγο έξω να πάρει ένα χυμό μάλλον.
Είμαι ένα παιδί μόνο σε ένα κόσμο. Ως ένας άλλος Άτλαντας, αισθάνομαι να κρατάω όλο το βάρος του επάνω στις παιδικές μου πλάτες. Λυγίζω. Με πιάνουν τα κλάματα. Μου λείπει η μαμά μου, μου λείπει η μαμά μου!
Επάνω στη συναισθηματική μου φόρτιση, η μητέρα μου τρέχει και με αγκαλιάζει, οι γιατροί μου με παρηγορούν.
<<Θα περάσει, μου λένε. Τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από εμάς>>.
Αυτή η φράση ανεξίτηλα γράφτηκε μέσα μου. Ναι, δε θα με λυγίσει αυτή η κακιά αρρώστια! Δεν ξέρει με ποιον τα έβαλε, θα της δείξω εγώ! Σε λίγο καιρό και εγώ θα γελάω, θα ζω, θα αναπνέω ελεύθερα. Και όλα αυτά, μία άσχημη ανάμνηση θα μείνουν μόνο στο χρονοντούλαπο της μνήμης.
Όλα θα πάνε καλά!
Μαρία