γράφει η μαμά Έφη…
Το 2016 έτυχε να είναι η χειρότερη χρονιά της ζωής μου. Η δίχρονη κόρη μου νόσησε με οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία. Τα λόγια του γιατρού ήταν ξεκάθαρα. Το παιδί σας έχει κάτι σοβαρό. Εκεί που δημιουργείται το αίμα εκεί χαλάει. Το μόνο που τον ρώτησα ήταν αν θεραπεύεται. Μου είπε ζούμε στο 2016, όλα αντιμετωπίζονται. Όμως δεν μπορώ να σου πω τώρα τίποτα, σε ένα μήνα θα σου πω ακριβώς.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Κατέβαινα τις σκάλες του παιδογκολογικού και σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί, θα ζω ένα όνειρο. Δεν γίνεται να είναι αλήθεια όλα αυτά. Το παιδί μέχρι χθες έπαιζε, ήταν καλά, τί ήταν αυτό που το πυροδότησε. Όμως δεν είχα χρόνο ούτε να κλάψω. Έπρεπε να ενημερώσω τους συγγενείς μου, να επιστρατεύσω δυνάμεις, να οργανώσω το χρόνο, να σκεφτώ και την άλλη κόρη μου που ήταν μόλις 3 μηνών.
Έναν ολόκληρο μήνα μέχρι να μου πει ο γιατρός ακριβώς σε ποια κατηγορία ανήκει το παιδί, δεν βγήκα από το δωμάτιο 217. Ήμουν μόνη με το παιδί, κλεισμένη. Το παιδί έλαβε κατευθείαν θεραπεία για να μπορέσει να μπει σε ύφεση η νόσος. Τα φάρμακα ήταν δυνατά, το παιδί δεν μπορούσε να περπατήσει, με κοιτούσε και με ρωτούσε γιατί χάνω τα μαλλιά μου. Δεν της έκρυψα ποτέ τίποτα, άλλωστε δεν θεωρώ τον καρκίνο ταμπού. Της είπα όλη την αλήθεια από την αρχή. Το άλλο παιδί μου το άφησα 3 μηνών στη γιαγιά και το βρήκα ξανά 8 μηνών, καθώς ήμουν συνέχεια στο Παιδοογκολογικό. Δεν είχα χρόνο καν να σκεφτώ το άλλο μου παιδί.
Ήμουν τυχερή, καθώς όλη μου η οικογένεια με στήριξε πολύ .Με στήριξαν πολύ και οι φίλοι μου σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Φίλοι που ήταν εκεί για εμάς, που μου τηλεφωνούσαν καθημερινά. Φίλοι που μου έφερναν φαγητό για να μπορέσω να ανταπεξέλθω. Υπήρχαν φίλοι μου που είχα να δω πολύ καιρό και μόλις έμαθαν ότι το παιδί νόσησε ήρθαν και με βρήκαν .Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι αποτελούν και τη δεύτερη οικογένειά μου. Αισθάνομαι τυχερή που έχω τέτοιους φίλους αφού αποτελούν κεφάλαιο ζωής και επένδυση για μένα.
Υπήρχαν και φορές όμως που δεν μπορούσαμε να πάμε μέχρι τον παιδότοπο της κλινικής γιατί οι εξετάσεις του παιδιού δεν το επέτρεπαν. Και εκεί ήταν δύσκολα γιατί το παιδί βαριόταν όλο μέσα. Και έπρεπε να σκεφτώ τρόπους να την απασχολώ. Τα δε βράδια πολύ δύσκολα. Όταν έπαιρνε θεραπεία με κορτιζόνη, το παιδί πεινούσε και στις 3 τη νύχτα φώναζε σε όλη την κλινική ότι πεινάει. Φρόντιζα να της έχω έτοιμο φαγητό για να φάει. Μέσα στην ατυχία μας ήμασταν τυχεροί, καθώς το παιδί πήγε ανέλπιστα καλά. Άνηκε στον τύπο λευχαιμίας που ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί φάρμακα.
Παρ’όλ’αυτά ένα «γιατί» πάντα περιπλανιέται στο μυαλό μου. Ένα «γιατί» που κανένας επιστήμονας, κανένας γιατρός, καμία βιβλιογραφία δεν μπορεί να μου απαντήσει. Γιατί αρρώστησε το παιδί. Και αυτό το «γιατί» όσα χρόνια κ αν περάσουν, όσο καλά να πήγε το παιδί, ακόμη κ αν ο φάκελος κλείσει οριστικά, μένει αναπάντητο μέσα σου. Παρ’όλ’αυτά η κόρη μου ήταν γενναία. Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Ότι φάρμακα της έδιναν οι γιατροί, πάντα τα έπαιρνε χαρούμενη. Είχε και έχει πολύ καλή σχέση με τους γιατρούς. Ακόμη και τώρα, που συζητάμε για τη νόσο, μου λέει: «μαμά, πέρασε τώρα αυτό, είμαι καλά. Δε χρειάζεται να αγχώνεσαι».
Είναι ένα παιδί που σε λίγο θα μπει στην εφηβεία, που πλέον μιλάει άριστα 2 γλώσσες, που διαπρέπει στον αθλητισμό και που έχει ωριμάσει πλου πριν την ηλικία της. Γι’ αυτό αποτελεί το πρότυπο μου, γιατί ο αγώνας ήταν καθαρά δικός της. Εμείς απλά ήμασταν δίπλα της. Εκείνη κέρδισε τη μάχη με τη λευχαιμία, όχι εμείς. Και σε αυτά τα παιδιά αξίζουν πάντα τα καλύτερα.