” Ήταν λίγες μέρες μετά την εισαγωγή μας στο ογκολογικό Ελπίδα όταν όλα στη ζωή μας ήρθαν ανάποδα και ο καρκίνος μπήκε στο σώμα του μικρού μου Δημήτρη, 7μιση μηνών τότε μωράκι, κι εμείς χαμένοι σ’ ένα πέλαγος βαθύ, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, μη ξέροντας που να πιαστούμε. Τα προβλήματα πολλά, ένα παιδί πίσω στους παππούδες, εμείς έπρεπε και οι δυο να μείνουμε Αθήνα δίπλα στο μωρό για όσο χρειαστεί, παρατώντας τη δουλειά άρα και χωρίς έσοδα με τη βοήθεια της σύνταξης του παππού και πουλώντας κάποια ζώα που είχε. Οι μέρες περνούσαν κι εμείς έπρεπε να βρούμε που θα μείνουμε βγαίνοντας απ’ το νοσοκομείο.
Ήταν πρωί μετά την επίσκεψη των γιατρών θυμάμαι όταν ήρθε μια κυρία και μας είπε ότι έμαθε για την εισαγωγή μας καθώς ήταν διευθύντρια του συλλόγου Φλόγα η οποία ενημερώνεται όταν στο ογκολογικό πηγαίνουν παιδιά από επαρχεία. Η Φλόγα, μας είπε, φιλοξενεί οικογένειες που είναι από μακριά και πρέπει να μείνουν στην Αθήνα για το υπόλοιπο των θεραπειών. Το πρώτο πράγμα που κάναμε εγώ κι ο σύζυγος μου ήταν να κοιταχτούμε να δακρύσουμε και να χαμογελάσουμε μετά από πολύ καιρό. Ήταν η σανίδα σωτήριας για μας εκείνη τη στιγμή. Την ευχαριστήσαμε και την ίδια μέρα ο άντρας μου πήγε και έκανε την αίτηση στον ξενώνα της Φλόγας, η λέξη <<ξενώνας>> δεν μου αρέσει, στο σπίτι της Φλόγας λοιπόν.
Δυο μέρες πριν βγούμε απ το νοσοκομείο με το μωρό μας πήραν τηλέφωνο για να πάω να ταχτοποιήσω το δωμάτιο και να μου δείξουν τους χώρους. Την άλλη μέρα πήγα και με καλωσόρισε ένας από τους φύλακες του σπιτιού. Μου έδωσε το κλειδί του δωματίου και μου έδειξε τους κοινοχρήστους χώρους, κουζίνα ,σαλόνι ,πλυντήρια και τέλος μου είπε τους κανόνες του σπιτιού, μιας και φιλοξενούσαν γύρω στις 30 οικογένειες και έπρεπε όλοι να συνυπάρχουμε και να ζούμε αρμονικά μεταξύ μας.
Στην αρχή μου φάνηκε δύσκολο πως εγώ, που ακόμα και η ίδια μου η μητέρα με έπαιρνε τηλέφωνο και δεν είχα όρεξη να της μιλήσω, να είμαι καθημερινά με ανθρώπους <<άγνωστους>> και να πρέπει να μιλώ μαζί τους. Κι όμως αυτοί οι <<άγνωστοι>> έγιναν η οικογένεια μου. Απ’ τους γονείς που γνώρισα που ήμασταν εκεί όλοι με τον ίδιο σκοπό να κάνουμε τα παιδιά μας καλά, απ’ την πρόεδρο της Φλόγας, μια πονεμένη μανούλα αλλά με μεγάλη αγκαλιά, απ’ την διευθύντρια που μας έδειξε τον δρόμο και ήταν κοντά μας σε όλες τις ανησυχίες μας, μέχρι τους φύλακες που πολλά βράδια μας έκαναν παρέα και μας στάθηκαν σαν αδέλφια, έτρεξαν μαζί μας τα βράδια με τους πυρετούς του μικρού, ακόμα και τις καθαρίστριες που όταν γυρνούσαμε απ’ το νοσοκομείο με ένα κοίταγμα καταλάβαιναν πως πέρασε η μέρα.
Περάσαμε λοιπόν 9 μήνες εκεί… χαρές, λύπες, εκεί κάναμε τα πρώτα βήματα μας, εκεί μιλήσαμε, εκεί Χριστούγεννα, Πάσχα… όμως για μένα ήταν οι πιο ουσιαστικές γιορτές που έχω ζήσει ποτέ. Κι ας μην ήμουν στον τόπο μου με τους γονείς μου. Ήταν τόσο αληθινά τα συναισθήματα, ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη που δέχτηκα που όλο αυτό έγινε δύναμη για να συνεχίσω να παλεύω.
Τώρα είμαι στον τόπο μου και μου λείπουν πολύ αυτοί οι Άνθρωποι. Δεν υπάρχει μέρα που να μην αναφέρουμε την Φλόγα. Ο μικρός θέλει να πηγαίνουμε Αθήνα όχι για εξετάσεις μόνο στη Φλόγα. Όταν πάμε κάθε μέρος του σπιτιού είναι για μένα αναμνήσεις. Πως να ξεχάσει κανείς….. Σας ευχαριστώ μέσα απ’την ψυχή μου….. Β.Ψ.”