Στον μικρόκοσμο που ζούμε υπάρχουν δυο διαφορετικοί και διακριτοί κόσμοι. Χωρίζονται με μία λεπτή γραμμή και από μια πρόταση: «Το παιδί σου έχει καρκίνο».
Το άκουσμα αυτής της πρότασης σηματοδοτεί την αφετηρία για ένα ταξίδι γεμάτο δοκιμασίες και εναλλαγές έντονων συναισθημάτων που βιώνονται τόσο από το παιδί όσο και από την υπόλοιπη οικογένεια και κυρίως από τους γονείς.
Πανικός, φόβος, ενοχές, άρνηση, αγωνία και κάτι από αρχαία τραγωδία, κάτι σαν «ύβρις άτη νέμεσις τίσις» για τους γονείς από την μια, φάρμακα, χημιοθεραπείες, χειρουργεία, πόνος, και εγκλεισμός για τα αθώα παιδιά από την άλλη.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις πρώτες ημέρες, την μαμά Β. από το διπλανό δωμάτιο που μου είπε κάποια στιγμή: «Μην είσαι τόσο θλιμένος ή τουλάχιστον μη το δείχνεις. Κανένας δεν γεννήθηκε εδώ μέσα. Χαμογέλα. Κάνει καλό και στα παιδιά και στους άλλους γονείς».
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την γιατρό της ΜΕΘ που όταν της είπα να προσέχει την κόρη μου, απάντησε αποστομωτικά: «Όλα τα παιδιά τα προσέχω». Ναι, όλα τα παιδιά!!!!, τότε συνειδητοποίησα ότι για όλα τα παιδιά πρέπει να αγωνιζόμαστε.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον νοσοκόμο του χειρουργείου που έφερε την κόρη μου στο δωμάτιο και έσκυψε από πάνω της καθώς την έβαζε στο κρεβάτι της και της ψιθύρησε απαλά και τρυφερά: «Σε μισώ, δεν θέλω ποτέ να σε ξαναδώ». Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα να καταλάβω τι σήμαιναν αυτά τα περίεργα λόγια, και πόσο λυτρωτικά τελικά ήταν.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά μου όταν έπλενα και απολύμαινα τα χέρια μου 6 φορές την ώρα, ή έμενα ξάγρυπνος τα βράδια με μοναδική μου συντροφιά το θόρυβο της αντλίας, πιστεύοντας ότι έτσι «ξορκίζω» το κακό.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την άψογη συμπεριφορά, αγάπη, και ενδιαφέρον των γιατρών, νοσηλευτριών, ψυχολόγων, εθελοντών, καθώς και του υπόλοιπου προσωπικού του νοσοκομείου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου, ότι θα ζώ την κάθε μέρα με την κόρη μου σαν να είναι η τελευταία μας.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους φίλους και «συμπολεμιστές» γονείς που γνώρισα στο παιδοογκολογικό νοσοκομείο, που δώσαμε μαζί την μάχη για τα παιδιά μας.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το περίεργο συναίσθημα όταν «μπαίναμε μέσα» και συναντούσα εκεί τους γνωστούς μου γονείς, ή το ανάποδο. Μιά μίξη ενός «χαίρομαι που σας βλέπω» και ενός «μακάρι να μην σας έβλεπα εδώ».
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημερομηνία εκείνης της πρώτης νύχτας της διάγνωσης, που μετά από δύο χρόνια ήταν και η ημερομηνία που αισίως τελείωσε η θεραπεία.
Γι’ αυτό:
I need to remember, I want to forget, and
I want to remember, I need to forget, but
I’ll always remember and I’ll never forget
Κάποιος Μπαμπάς