Διαβάσαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Γιάννη Μπουκοβίνα, προέδρου της Εταιρείας Ογκολόγων -Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ) για την «θεραπευτική» δύναμη της τέχνης, στην Καθημερινή.
“«Υπάρχει εκείνος ο υπέροχος πίνακας του Simberg, ο “Πληγωμένος Αγγελος”. Αυτός ο άγγελος είναι ένας δικός μας ασθενής», απαντά ο ογκολόγος Γιάννης Μπουκοβίνας, πρόεδρος της Εταιρείας Ογκολόγων-Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ), στην ερώτηση τι είναι αυτό που τον βοηθάει να τα βγάζει πέρα καθώς έρχεται σε άμεση επαφή με τον ανθρώπινο πόνο, με τον θάνατο. Η αναφορά στο συγκεκριμένο έργο ζωγραφικής έρχεται φυσικά, αβίαστα. Άρα η τέχνη βοηθάει; «Χωρίς καμία αμφιβολία. Το διάβασμα, το θέατρο, ένας πίνακας, η φιλοσοφία, η θεολογία. Έτσι μπορώ και ξεφεύγω από τα επίπλαστα ζητήματα, την τεχνοκρατική σκέψη».
Καθισμένοι στο Aethrion Coffee & Lounge Bar του ξενοδοχείου Χίλτον, συζητάμε με τον κ. Μπουκοβίνα για πράγματα που πολύς κόσμος αποφεύγει ακόμα και να σκεφθεί. «Πριν από τρία χρόνια», συνεχίζει, «ως ΕΟΠΕ κάναμε δύο μεγάλα συνέδρια στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης για το τέλος της ζωής. Συγκεντρώθηκαν μεγάλες προσωπικότητες από τον χώρο της τέχνης, ο Πατριάρχης, ιατροί πολλών ειδικοτήτων, καρδιολόγοι, αναισθησιολόγοι. Στο τέλος, ζητήσαμε από τους παρευρισκομένους να μας πουν πώς αισθάνθηκαν. Σηκώθηκε ένας καρδιολόγος και μας είπε “αν είχα ακούσει όλα αυτά νωρίτερα, θα ήμουν και καλύτερος γιατρός και καλύτερος άνθρωπος”. Πέρυσι κάναμε ένα μεγάλο συνέδριο για την εξέλιξη του καρκίνου. Δεν μπορείς να δεις την εξέλιξη του καρκίνου μακριά από την εξέλιξη της κοινωνίας».
Για όποιον, λοιπόν, μπορεί να αναρωτιέται τι γυρεύει ένας ογκολόγος σε ένα ένθετο για τον πολιτισμό, η απάντηση δεν θα μπορούσε να είναι παρά το ότι κάθε συζήτηση σχετικά με την έννοια της ασθένειας –πόσο δε μάλλον για τον καρκίνο– είναι ένα κατ’ εξοχήν ζήτημα πολιτισμού. Και, βέβαια, η σκέψη του Γιάννη Μπουκοβίνα δεν περιορίζεται μόνο στις ιατρικές γνώσεις αλλά αναζητεί ερείσματα και σε άλλους τομείς, γεφυρώνοντας την ιατρική με τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Στο πνεύμα αυτό, ένα από τα αγαπημένα του βιβλία είναι το «Εμείς οι θνητοί» του Ατούλ Γκαουάντε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Αγαπά τους κλασικούς, την αρχαία ελληνική γραμματεία και έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον Τολστόι. «Διότι περιγράφει με μαγικό τρόπο το τέλος των ανθρώπων. Η ιατρική είναι σπουδαία επιστήμη αλλά εάν η γνώση είναι το μυαλό της, ο ανθρωπισμός πρέπει να είναι η καρδιά της».
Ωστόσο, πλέον ερχόμαστε συνέχεια σε επαφή με γιατρούς που έχουν μόνον τεχνική κατάρτιση. Σαν να δυσκολεύονται συνολικά να «διαβάσουν» τον άνθρωπο. «Ναι, γιατί έχει μεταμορφωθεί η σχέση γιατρού-ασθενούς σε πληροφορία, σε απλή συνεννόηση», αποκρίνεται ο κ. Μπουκοβίνας. «Δεν υπάρχει ενσυναίσθηση. Και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο κενό στην εκπαίδευση. Εχουμε ξεκινήσει δειλά με κάποιους ανθρώπους της τέχνης, και όχι μόνον, προσπάθειες να δημιουργηθεί ένα ινστιτούτο για μετεκπαιδεύσεις προκειμένου να συνδεθεί η ιατρική επιστήμη με τις ανθρωπιστικές σπουδές. Αλλο ένα σχέδιο που έχω στο μυαλό μου είναι να ορίσουμε μια Cancer free town. Να καθίσουμε κάτω γιατροί, πολεοδόμοι, ψυχίατροι, διατροφολόγοι, γυμναστές κ.ά. και να κοιτάξουμε πώς μπορούμε να αυξήσουμε τους ζωτικούς χώρους, να βελτιώσουμε τη διατροφή, να μειώσουμε τους ρύπους. Το 50% των καρκίνων μπορεί να προληφθεί αλλάζοντας τον τρόπο ζωής. Διατροφή, άσκηση, περιορισμένη χρήση αλκοόλ, εμβολιασμοί, αποφυγή καπνίσματος, στρες. Το στρες είναι το πιο δύσκολο, αλλά αν εκπαιδευθείς από μικρός και δημιουργηθούν και έξω οι συνθήκες, μπορείς να το ελέγξεις».
Ο Γιάννης Μπουκοβίνας ξεκίνησε για να γίνει γιατρός δίχως να ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει. «Τη δεκαετία του ’80, η ογκολογία δεν υπήρχε. Εκανα δύο χρόνια παιδιατρική στην αρχή. Εφτασα σε ένα αδιέξοδο και κατόπιν έκανα παθολογία. Την ειδικότητα της παθολογίας την έκανα στο “Θεαγένειο”, που ήταν ένα πολύ μεγάλο σχολείο, το οποίο γέμισε τον εσωτερικό μου κόσμο με έναν τρόπο που δεν φανταζόμουν ότι θα συναντήσω σε ειδικότητα. Στην Ελλάδα η ογκολογία ως ειδικότητα εγκαθιδρύθηκε το 1998. Ογκολόγοι μέχρι τότε ήταν κάποιοι παλιοί παθολόγοι που είχαν θητεύσει σε αντικαρκινικά νοσοκομεία ή κάποιοι λίγοι που είχαν έρθει από το εξωτερικό».
«Ο καρκίνος είναι μια ασθένεια εκφυλιστική», συνεχίζει ο κ. Μπουκοβίνας. «Αν ζούσαμε 100 χρόνια όλοι θα είχαμε ένα μικρό καρκινάκι, π.χ., μια ελιά στο δέρμα ή κάτι άλλο. Οσο περισσότερο ζούμε τόσους περισσότερους καρκίνους θα βλέπουμε. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε καρκίνους μαστού στα 22 ή στα 25, καρκίνους παχέος εντέρου στα 30 έτη. Από μια πρόχειρη στατιστική που κάναμε ως ΕΟΠΕ, από ένα πρώτο στατιστικό δείγμα, σε 200 ασθενείς τυχαίους, το 6% με καρκίνο παγκρέατος ήταν κάτω από τα 47 έτη. Ενώ στην Αγγλία, με τον χειρότερο αλκοολισμό και την κακή διατροφή, το ποσοστό ήταν μεταξύ του 2,5% και του 3%. Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε πρόβλημα από την έλλειψη καθοδήγησης από την πολιτεία. Ούτε τα οικονομικά είναι πρόβλημα ούτε κακούς ιατρούς έχουμε. Το αντίθετο. Αυτό που λείπει είναι το οργανωμένο σχέδιο. Όλα είναι αποσπασματικά. Είναι πολύ μεγάλη ανάγκη να δημιουργηθεί ένα οργανωμένο ινστιτούτο για τον καρκίνο».
Ακούμε αυτά τα νούμερα και σκεφτόμαστε ότι, κακά τα ψέματα, στη συνείδηση του κόσμου ο καρκίνος ισοδυναμεί με τον θάνατο. «Σας είπα ότι πριν από το 2001 ο μέσος όρος ζωής ήταν 12 μήνες, πλέον μετά τα καινούργια φάρμακα ένα 20% έχει ιαθεί τελείως και ο μέσος όρος ζωής αυξήθηκε στα 7 χρόνια, σε ανθρώπους που ήταν καταταλαιπωρημένοι. Κάθε μέρα κερδίζουμε χρόνο, και είναι διπλά κερδισμένος χρόνος γιατί είναι ο χρόνος του ασθενούς αλλά και ο χρόνος της επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, ο πρώιμος καρκίνος θεραπεύεται σε τρομερά υψηλά επίπεδα, αλλά αν αθροίσουμε όλους τους καρκίνους μαζί –πρώιμους και μεταστατικούς– ένα 50% θεραπεύεται.
Δημιουργούνται φυσικά άλλα προβλήματα. Το πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι μετά τον καρκίνο· εκεί έχουμε ένα τρομακτικό κενό. Πώς μπορεί κάποιος να αφομοιώσει τη νόσο, να μην πανικοβάλλεται κάθε φορά που θα πιάσει ένα καινούργιο εύρημα ή θα πάει για καινούργια εξέταση, τι σημαίνει αυτό για τα εργασιακά δεδομένα, για τους κοινωνικούς σκοπούς, διαταραχές γονιμότητας, σεξουαλικότητας, εμφάνισης κ.λπ.
Το εκπληκτικό είναι πως για πολλούς ανθρώπους είναι μια αποκάλυψη ο καρκίνος: τους βοηθάει να ξεκαθαρίσουν πάρα πολλά πράγματα από την προηγούμενη ζωή τους, να πετάξουν και να μπορέσουν να δουν την καθημερινότητά τους διαφορετικά. Εάν ποτέ μάζευε κάποιος τα γραπτά μηνύματα που παίρνουν οι ογκολόγοι από τους ασθενείς τους θα ήταν ένα ανθολόγιο το οποίο θα έπρεπε να διδάσκεται από το δημοτικό».
Ρωτάμε τον Γιάννη Μπουκοβίνα αν έχει λυγίσει ποτέ συναισθηματικά. «Πάρα πολλές φορές», εξομολογείται. «Ουσιαστικά προσπαθείς να τα απωθήσεις, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι σε φυσιολογικό επίπεδο. Είναι και ο χρόνος που σε αποστασιοποιεί ακόμα περισσότερο, αλλά έρχεται πάντα μια αφορμή και ξαναγυρίζεις στο παρόν που είναι σκληρό.
Το 70% των ογκολόγων έχει περάσει από μια διαδικασία burn out (νευρικής κατάρρευσης). Είναι εκπληκτικό το νούμερο, γιατί το φαινόμενο του burn out σχετίζεται με το ότι ξημερώνει μια καινούργια μέρα, θέλεις να ξανασχεδιάσεις τη μέρα σου και πολύ σύντομα ήδη έχεις αδειάσει μέσα σου.
Το άλλο είναι ότι οι ογκολόγοι αντιμετωπίζουμε προβλήματα αλκοολισμού, διαζυγίων, και δεν υπάρχουν τελικά υποδοχείς για να φορτίσεις τις μπαταρίες σου. Το ζεις μόνος σου. Πρέπει να έχεις μια κουλτούρα συγκεκριμένη».
Στο ερώτημα εάν πιστεύει στον Θεό, δείχνει να ανασκουμπώνεται κάπως. «Θα ήθελα να πιστεύω περισσότερο. Σίγουρα η πίστη είναι η μόνη λύση για να υπερβείς το μυστήριο του θανάτου. Και η πίστη όχι σε αυτές τις επιφανειακές παρατηρήσεις των ιερέων που λειτουργούν ως ευχολόγια, αλλά κυρίως η πίστη που βγαίνει από μέσα σου, γιατί μόνο εσύ θα δώσεις απάντηση στο ερώτημα της υπαρξιακής σου αγωνίας.
Ο θάνατος μας ξεπερνά. Το δύσκολο είναι να είσαι στο παρόν αυτού που φεύγει αλλά και στο παρόν αυτού που μένει. Η σιωπή, ένας γλυκύς λόγος και η αγάπη που έχει δύναμη και στιβαρότητα, μπορούν να στηρίξουν τον άνθρωπο που φεύγει. Συνήθως ο θάνατος του ασθενούς από καρκίνο είναι ένας θάνατος που έρχεται σε ένα σώμα που έχει εξαθλιωθεί, συνήθως έχει και πολύ μοναξιά μέσα και πολύ πόνο, γιατί δεν είναι αιφνίδιος. Σε αυτήν τη μοναξιά πρέπει να υπερβείς τον εαυτό σου. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την ίδια απάντηση “δεν με νοιάζει να πεθάνω γιατρέ μου, δεν θέλω να πονάω”. Και ο καθένας θέλει να έχει τακτοποιήσει πριν τα του οίκου του».
«Γιατρέ φοβάστε τον καρκίνο;», τον ρωτάμε στο τέλος. Αυτή τη φορά δεν σκέφτεται καθόλου μέχρι να απαντήσει. «Νομίζω ότι θα τον πάθω», λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Πάρα πολλές φορές δεν θες να αναλάβεις έναν άρρωστο, ιδίως νέα παιδιά, γιατί δεν θες να βιώσεις αυτά τα συναισθήματα που συνεπάγεται η κατάσταση, και κάθε φορά που συναντώ τέτοια παιδιά, λέω μέσα μου “όχι”, γιατί καταλαβαίνω ότι δεν το αντέχω. Ομως, ποιος θα το κάνει, αν όχι εγώ; Αφού γι’ αυτό εκπαιδεύθηκα.
Ισως ο καρκίνος είναι μια πρόκληση να εφαρμόσω αυτά που λέω. Και θέλει συνεχή επαγρύπνηση και γείωση, καμία αλαζονεία και παντοδυναμία, γιατί είναι μια δύσκολη υπόθεση για όλους μας».
Από την εποχή των Φαραώ υπήρχαν ανθρώπινα λείψανα με καρκίνο, λέει ο κ. Μπουκοβίνας. «Η κοινωνία είναι συνδεδεμένη με τον καρκίνο γιατί ο καρκίνος είναι ένα κύτταρο δικό μας. Είναι το πρόβατο που έφυγε από τη στάνη. Κι ωστόσο, ο πολύς κόσμος αποφεύγει ακόμα και τη λέξη “καρκίνος”. Ακόμα κάνουν κάποιοι τον σταυρό τους όταν περνούν έξω από αντικαρκινικά νοσοκομεία, ακόμα μιλούν για την επάρατη νόσο στα ΜΜΕ. Είναι τραγικό λάθος να αντιμετωπίζονται έτσι η νόσος και ο άρρωστος, γιατί αυτό με τη σειρά του θα δημιουργήσει έναν καταρράκτη αντιδράσεων στην επαφή με τον ασθενή. Δεν μπορείς πλέον να του μιλήσεις με μια αλήθεια η οποία δεν θα αποκοιμίσει αλλά δεν θα συντρίψει κιόλας. Ο ασθενής μάς δίνει το δικαίωμα να μπούμε στον εσωτερικό του κόσμο και στην ακραία του μορφή να τον συνοδεύσουμε στο τελευταίο του ταξίδι».”