Τα κακοήθη νεοπλάσματα αναδείχτηκαν ως βασική προτεραιότητα για την κατανομή των πόρων, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης που είχε στόχο τη δημιουργία, για πρώτη φορά στη χώρα μας, μιας δομημένης πολυκριτηριακής διαδικασίας λήψης αποφάσεων για την κατανομή των πόρων Υγείας.
Η μελέτη, που διενεργήθηκε από την Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), επιχείρησε, μέσω της σύγκλισης των απόψεων μιας διεπιστημονικής ομάδας εμπειρογνωμόνων, να αποτυπώσει τα κυριότερα κριτήρια αλλά και τη σχετική σημασία τους, τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την κατανομή των πόρων μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών νοσημάτων στο σύστημα υγείας. Επιπλέον προσπάθησε να εκτιμήσει, μέσω της παραγωγής ενός ειδικού αλγορίθμου, τις νόσους, οι οποίες οφείλουν να αποτελούν μείζονες προτεραιότητες κατά την κατανομή των πόρων υγείας στο σύστημα υγείας στην Ελλάδα.
Τα κακοήθη νεοπλάσματα στη χώρα μας αντιστοιχούν σήμερα στο 20% του συνολικού φορτίου νοσηρότητας και στο 9,5% της δημόσιας δαπάνης για την υγεία. Mέσω της μεθοδολογίας της Πολυκριτηριακής Ανάλυσης Αποφάσεων (Multiple Criteria Decision Analysis) τα νεοπλάσματα αναδείχτηκαν στην έρευνα ως βασική προτεραιότητα για την κατανομή των πόρων όχι απλώς στη βάση της ως άνω αναντιστοιχίας μεταξύ φορτίου νόσου και αποδιδόμενων πόρων, αλλά και συνυπολογίζοντας μια σειρά από άλλα κριτήρια κοινωνικών αξιών, όπως η ανισότητα στην πρόσβαση για το σύνολο των πασχόντων από καρκίνο στην Ελλάδα αλλά και η συχνότητα εμφάνισης καταστροφικών δαπανών στα νοικοκυριά με πάσχοντες από καρκίνο στη χώρα, η οποία είναι ιδιαίτερα υψηλή.
«Ιστορικά, η κατανομή των (περιορισμένων) πόρων στο σύστημα υγείας κατά κύριο λόγο ακολουθεί την έκφραση της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες υγείας. Αδυνατεί, αφενός, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγείας και, αφετέρου, να ενσωματώνει τις κοινωνικές προτιμήσεις και τις αξιακές προτεραιότητες αναφορικά με τη νόσο και τη θεραπεία. Ως εκ τούτου, η απουσία μιας δομημένης διαδικασίας λήψης αποφάσεων για την κατανομή των πόρων και η εναπόθεσή της στις “δυνάμεις της αγοράς”, οδηγεί σε στρεβλώσεις, ανισότητες στην πρόσβαση και, εν τέλει, στη μη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας κατά το μέγιστο δυνατό» ανέφερε ο Ιωάννης Κυριόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας της ΕΣΔΥ σε σχετική συνέντευξη Τύπου που παρουσιάστηκε η μελέτη.
Ο Κώστας Αθανασάκης, Επιστημονικός Συνεργάτης του Τομέα Οικονομικών της Υγείας της ΕΣΔΥ αναλύοντας τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα της έρευνας, εξήγησε πως βασικά κριτήρια επιρροής στη λήψη της απόφασης αναδείχθηκαν:
Το φορτίο της νόσου, το οποίο αποτελεί και τη σημαντικότερη παράμετρο (24,5% του συνολικού βάρους της απόφασης)
Η δυνατότητα βελτίωσης της υγείας των πασχόντων από την παροχή επιπλέον πόρων στη νοσολογική κατηγορία υπό εξέταση (19%)
Το άμεσο κόστος της νόσου και η εκτιμώμενη αύξησή του εντός της επόμενης πενταετίας (16%)
Το έμμεσο κόστος της νόσου (13,2%)
Οι ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας των πασχόντων (10,9%)
Η πιθανότητα ύπαρξης καταστροφικών δαπανών υγείας στα νοικοκυριά με πάσχοντες από τη νόσο (9,1%)
Η «αξία της προαίρεσης», δηλαδή η τοποθέτηση πόρων για την έγκαιρη αντιμετώπιση αυτών που θα αναπτύξουν τη νόσο, δεδομένης της σοβαρότητας του νοσήματος και της κοινωνικής απαίτησης για χορήγηση θεραπείας (7,3%).
Βαθμολογώντας τις μείζονες νοσολογικές κατηγορίες ως προς τη σημασία κάθε μιας σε κάθε κριτήριο από τα παραπάνω, δημιουργήθηκαν εκτιμήσεις των κοινωνικών προτιμήσεων, υπό τη μορφή «βαθμών προτίμησης», αναφορικά με την προτεραιότητα κάθε νοσολογικής κατηγορίας ως προς την κατανομή των διαθέσιμων ή των μελλοντικών πόρων υγείας.
Στο πλαίσιο αυτό, και σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, τα κακοήθη νεοπλάσματα εκτιμήθηκαν ως η σημαντικότερη προτεραιότητα για την κατανομή των πόρων υγείας (με βαθμό 9,53/10), ακολουθούμενα από τις παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος (8,36/10), τους τραυματισμούς (7,77/10), τις παθήσεις του νευρικού συστήματος (7,71/10), τις παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματος (7,37/10) και τις ψυχικές διαταραχές (7,35/10).
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης για το καρκίνο ως υψηλότερη προτεραιότητα, θα πρέπει να κατανέμονται περίπου 11 στα 100 «νέα ευρώ» δημόσιας δαπάνης, ενώ η κατανομή θα πρέπει να αφορά στο σύνολο του συνεχούς της νόσου.
Ο Ιωάννης Μπουκοβίνας, Παθολόγος – Ογκολόγος και Πρόεδρος της Εταιρείας Ογκολόγων-Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ), στην ομιλία του ανέφερε ότι «δύο αδιαμφισβήτητες αλήθειες παραμένουν σήμερα στην αντιμετώπιση του καρκίνου: α) η εποχή της ιατρικής ακρίβειας κουβαλά και προκλήσεις και ευκαιρίες, και β) υπάρχει πολλή δουλειά ακόμη να γίνει προς την κατεύθυνση της καλύτερης οργάνωσης για να απολαμβάνουν οι ασθενείς τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα της προόδου της επιστήμης μας».
Ανέφερε δε, ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλά ανοιχτά μέτωπα που πρέπει να επιλυθούν σύντομα, γιατί η «ζωή δεν περιμένει» όπως η έλλειψη αποτελεσματικών και φθηνών φαρμάκων, δυσκολίες στην εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων, την αναγκαιότητα για υιοθέτηση διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων, δημιουργία αρχείων ασθενών και βέβαια την ελάττωση της γραφειοκρατίας στην καθημερινότητα του ογκολογικού ασθενούς αλλά και όλου του συστήματος περίθαλψής του.
Τόνισε επίσης την αναγκαιότητα για τη δημιουργία ενός ευέλικτου και αποτελεσματικού Εθνικού Ινστιτούτου για τον Καρκίνο.
Εκ μέρους της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου, η Πρόεδρος, Καίτη Αποστολίδου, τόνισε τη σημασία ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τον Έλεγχο του Καρκίνου και ενός πληθυσμιακού Εθνικού Μητρώου Νεοπλασιών για την κατανομή των πόρων υγείας στον καρκίνο.
«Το σύστημα υγείας μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του πληθυσμού για την πρόληψη, τον προσυμπτωματικό έλεγχο, τη θεραπεία και τη φροντίδα του καρκίνου μόνο μέσω του σύγχρονου επιστημονικού σχεδιασμού. Ο σχεδιασμός της ολοκληρωμένης πολιτικής για τον καρκίνο αποτυπώνεται σε ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Έλεγχο του Καρκίνου, που δίνει τη δυνατότητα στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής υγείας για τον καρκίνο, να σχεδιάσουν λεπτομερώς την πολιτική τους για τον καρκίνο σε όλα τα επίπεδα, από την πρόληψη μέχρι τη φροντίδα για την επιβίωση από τον καρκίνο» επεσήμανε.
Η κ. Αποστολίδου τόνισε ότι «η απουσία ενός Εθνικού Μητρώου Νεοπλασιών στερεί από την Ελλάδα τη δυνατότητα χάραξης πολιτικής για τον καρκίνο, που να βασίζει τις εκτιμήσεις για την κατανομή των πόρων υγείας στον καρκίνο σε πραγματικά δεδομένα».