Οι καρκινικοί δείκτες είναι συγκεκριμένες αιματολογικές εξετάσεις που ελέγχουν ορισμένους δείκτες στο αίμα, καθώς η διαφοροποίηση των τιμών τους κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, προσφέροντας έτσι στους ασθενείς περισσότερες δυνατότητες για την έγκαιρη διάγνωση και τη θεραπεία του.
«Περισσότεροι από 15 εκατομμύρια άνθρωποι διαγιγνώσκονται με καρκίνο παγκοσμίως κάθε χρόνο, αλλά μόνο το 5-15% αυτών επιβιώνει για πέντε χρόνια όταν ο καρκίνος διαγιγνώσκεται αργά. Αντίθετα, στους περισσότερους τύπους καρκίνου, το 90% των ανθρώπων επιβιώνει για τουλάχιστον μια 5ετία εάν η νόσος εντοπιστεί νωρίς. Στόχος, λοιπόν, μιας εξέτασης είναι η έγκαιρη διάγνωση της νόσου, οπότε είναι πιθανότερο να θεραπευτεί και πριν να έχει την ευκαιρία να αναπτυχθεί και να εξαπλωθεί. Δεδομένου ότι ο καρκίνος είναι μια ασθένεια που όσο πιο γρήγορα εντοπίζεται τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα έχει ο ασθενής να την νικήσει, γίνεται αντιληπτή η εξέχουσα σημασία της μη επεμβατικής διάγνωσης του καρκίνου», σημειώνει ο βιοπαθολόγος κ. Ανάργυρος Πλακιώτης, επιστημονικά υπεύθυνος του βιοπαθολογικού εργαστηρίου, στο Ιδιωτικό Πολυϊατρείο Ηλιούπολης.
Οι καρκινικοί δείκτες είναι ουσίες που παράγονται από το σώμα ως αντίδραση στον καρκίνο ή από τον ίδιο τον όγκο. Μερικοί από αυτούς εμφανίζονται με την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου καρκίνου, ενώ άλλοι σε διάφορους τύπους. Από τους πιο γνωστούς δείκτες με διαγνωστικό χαρακτήρα είναι το Ca-125 και το ειδικό αντιγόνο για το προστάτη (PSA), που μπορούν να προσδιορίσουν, αντιστοίχως, την ύπαρξη καρκίνου των ωοθηκών και καρκίνο του προστάτη. Το PSA είναι, μέχρι στιγμής, ο καρκινικός δείκτης που χαίρει της ευρύτερης αποδοχής ως εργαλείο διάγνωσης παγκοσμίως.
«Στα πλεονεκτήματα της χρήσης των καρκινικών δεικτών συμπεριλαμβάνεται ο έλεγχος και η έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου σε πρώιμο στάδιο, σε ασυμπτωματικά άτομα. Αυτός ήταν άλλωστε αρχικά και ο σκοπός για την ανάπτυξή τους. Ιδανικά, λοιπόν, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο προσυμπτωματικού ελέγχου για το ευρύ κοινό», επισημαίνει ο κ. Πλακιώτης. «Χρησιμοποιούμενοι μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με απεικονιστικές εξετάσεις και βιοψίες διευκολύνουν και τη διάγνωση ασθενών με συμπτώματα ύποπτα για καρκίνο.
Μπορούν να προσδιορίσουν εάν η ανάπτυξη καρκίνου είναι πιθανή σε ορισμένους ασθενείς, αλλά και να βοηθήσουν στη διάγνωση της προέλευσης του καρκίνου σε καρκινοπαθείς με προχωρημένη/εκτεταμένη νόσο».
Είναι γνωστό πλέον στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα ότι οι καρκινικοί δείκτες μπορούν να συνδράμουν στην πρόγνωση και στον σχεδιασμό της θεραπείας και να αξιολογήσουν την απόκριση του ασθενούς στη εφαρμοζόμενη θεραπευτική στρατηγική. «Δηλαδή, μία από τις σπουδαιότερες χρήσεις τους είναι η παρακολούθηση των ασθενών που υποβάλλονται σε αντικαρκινική θεραπεία, καθώς η μείωση των αρχικών τιμών επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητά της, ενώ, αντιθέτως, η αύξηση αυτών υποδεικνύει ότι ο ασθενής δεν έχει ανταποκριθεί στη θεραπεία στην οποία έχει υποβληθεί, οπότε το θεραπευτικό πλάνο χρήζει αλλαγής», σημειώνει ο κ. Πλακιώτης.
Στα πλεονεκτήματα εντάσσεται, τέλος, και η βοήθεια που προσφέρει στην αναγνώριση υποτροπής κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι κάποιες νεοπλασματικές ουσίες, όχι συχνά, ανιχνεύονται και από μη καρκινικά κύτταρα, αλλά τα επίπεδά τους στο αίμα, συνήθως, είναι εξαιρετικά χαμηλά ή και μηδενικά σε υγιείς ανθρώπους.
Υπάρχουν δε και μη καρκινικές καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν αύξηση των δεικτών, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ορθή ερμηνεία των αποτελεσμάτων.
Για τον συγκεκριμένο λόγο άλλωστε οι ουσίες αυτές αποκαλούνται διεθνώς Tumor Markers και όχι Cancer Markers.
Ωστόσο, οι καρκινικοί δείκτες δεν είναι ακόμα τα απόλυτα διαγνωστικά εργαλεία, καθώς υπάρχουν σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής ή που μπορούν να δημιουργήσουν σύγχυση. Ο λόγος είναι ότι δεν αυξάνονται σε κάθε περίπτωση καρκίνου για τον οποίο χρησιμοποιούνται, επειδή ή δεν είναι δεδομένη η παραγωγή τους ή δεν αυξάνονται στα αρχικά στάδια και επομένως ο όγκος δεν μπορεί να ανιχνευθεί, παρά μόνο μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Μάλιστα υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις που καρκινοπαθείς δεν έχουν αυξημένους καρκινικούς δείκτες στο αίμα τους, για λόγους που ερευνώνται.
«Εν κατακλείδι, οι καρκινικοί δείκτες είναι πολύ χρήσιμοι για τη έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου στον προστάτη με το PSA και τα κλάσματά του (FREE PSA – RATIO) και την εντόπιση πιθανής κακοηθείας στις ωοθήκες και τα παραμήτρια όργανα, με το CA-125.
H μεγάλη τους, όμως, χρησιμότητα εντοπίζεται στην πρόγνωση της νόσου, στον έλεγχο της απόκρισης στη θεραπεία και στην πιθανή υποτροπή της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούν να αντικαταστήσουν την κλινική εξέταση, ενώ, σχεδόν πάντα, πρέπει να συνδυάζονται με τις απεικονιστικές εξετάσεις», προειδοποιεί ο κ. Πλακιώτης.
Τέλος, σύμφωνα με τους ειδικούς ερευνητές, το μέλλον της χρήσης των καρκινικών δεικτών ως διαγνωστικό μέσο για τις νεοπλασματικές παθήσεις διαγράφεται λαμπρό. Η εξέλιξη στην ιατροτεχνολογία και στην έρευνα, ήδη έχει βοηθήσει στην εύρεση περισσότερων δεικτών για τη διάγνωση του καρκίνου, οπότε οι νέες εργαστηριακές εξετάσεις, κυρίως σε δείγματα αίματος, που θα γίνουν αποδεκτές από τη διεθνή ιατρική πρακτική, βελτιώνουν τις προοπτικές επιβίωσης και δίνουν βάσιμες ελπίδες για τον απόλυτο έλεγχο της νόσου.