Δύο καίριους παράγοντες που πρέπει να λάβουν υπόψη οι γονείς πριν αποφασίσουν αν θα εμβολιάσουν τα παιδιά 15-17 ετών έναντι της COVID-19, επισημαίνει ο Δρ. Θεοκλής Ζαούτης, Καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας στο ygeiamou.gr
Η απειλητική μετάλλαξη Δέλτα του ιού SARS-CoV-2, που συμβάλλει στην αύξηση της μεταδοτικότητας και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την νέα αύξηση των κρουσμάτων, φαίνεται πως αφορά και τους εφήβους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ, ενώ στις αρχές του 2021 οι νοσηλείες εφήβων με COVID-19 είχαν μειωθεί σημαντικά, την περίοδο Μαρτίου – Απριλίου κατέγραψαν εκ νέου αύξηση, με σχεδόν το ένα τρίτο των περιστατικών να απαιτούν νοσηλεία σε Εντατική Μονάδα και το 5% να χρειάζονται διασωλήνωση, χωρίς ωστόσο να καταγραφεί κάποιος θάνατος.
Το ισχυρότερο όπλο που έχουν και οι έφηβοι στη διάθεσή τους για να προστατευτούν από τον ιό και τις μεταλλάξεις του είναι ένα: ο εμβολιασμός τους! Όλα τα διαθέσιμα εμβόλια αποδεικνύονται εξαιρετικά αποτελεσματικά στην προστασία έναντι της COVID-19, ενώ καλύπτουν σε σημαντικό βαθμό και τις μεταλλάξεις του ιού. Και το σημαντικότερο, ο κίνδυνος από ενδεχόμενες παρενέργειες παραμένει εξαιρετικά μικρός σε σύγκριση με τα τεράστια οφέλη από τον εμβολιασμό. Αυτός είναι και ο λόγος που το CDC έχει κάνει σύσταση για τον εμβολιασμό κάθε ατόμου από 12 ετών και άνω και ήδη, έως τα μέσα Ιουνίου είχαν εμβολιαστεί στις ΗΠΑ τουλάχιστον 7 εκατομμύρια έφηβοι και προέφηβοι με τουλάχιστον μία δόση εμβολίου κατά της COVID-19.
Τα ελάχιστα και εξαιρετικά σπάνια περιστατικά μυοκαρδίτιδας σε εφήβους που έκαναν τα εμβόλια, δεν πρέπει να μας κάνουν επιφυλακτικούς για τον εμβολιασμό των νέων παιδιών έναντι του SARS-CoV-2. Σύμφωνα με τα στοιχεία του CDC, μόλις 1.000 τέτοια περιστατικά έχουν εμφανιστεί στο σύνολο των πολλών εκατομμυρίων νεαρών πολιτών που έχουν εμβολιαστεί στις ΗΠΑ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε κάθε ένα εκατομμύριο εμβολιασμούς αντιστοιχούν μόλις 67 περιστατικά σε αγόρια ηλικίας 12 έως 17 ετών και μόλις 9 περιστατικά σε κορίτσια της ίδιας ηλικίας (ποσοστά 0,000067% και 0,000009%, αντίστοιχα), 56 περιστατικά σε νέους άνδρες ηλικίας 18 έως 24 ετών και μόλις 6 περιστατικά σε νέες γυναίκες της ίδιας ηλικίας, και τέλος 20 περιστατικά σε άνδρες 25 έως 29 ετών και μόλις 3 περιστατικά σε γυναίκες της ίδιας ηλικίας. Πρόκειται δε, όπως επιβεβαιώνουν αρχές δημόσιας υγείας και επιστημονικές εταιρείες, για ήπια επεισόδια, από τα οποία οι έφηβοι και νεαροί ενήλικες ανέκαμψαν γρήγορα, με ελάχιστη θεραπεία και χωρίς να χρειαστούν νοσηλεία.
Από την άλλη μεριά, η μυοκαρδιτίδα και η περικαρδίτιδα είναι συχνές παρενέργειες της ίδιας της νόσου COVID-19, ενώ γενικά οι κίνδυνοι για καρδιακές ανωμαλίες σε όσους νοσούν με COVID-19 είναι μεγάλοι – πολύ μεγαλύτεροι από την σπάνια παρενέργεια του εμβολίου.
Προφανώς, παραμένει επιτακτική ανάγκη ιατροί, επιστήμονες και εκπρόσωποι της Δημόσιας Υγείας να συνεχίσουμε να αξιολογούμε τα δεδομένα που προκύπτουν από την πορεία των εμβολιασμών και την εξέλιξη των κλινικών μελετών, προκειμένου να διασφαλίσουμε την ασφάλεια των πολιτών όλων των ηλικιών και φυσικά των παιδιών μας. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο λειτουργεί το πανευρωπαϊκό πρόγραμμα VACCELERATE, στην οποία συμμετέχει το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO ως εθνικός συντονιστής για την Ελλάδα. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του CLEO στο VACCELERATE, είναι να συντονίζει την πρόσκληση και εγγραφή ερευνητικών κέντρων που επικεντρώνονται στον παιδιατρικό πληθυσμό σε όλη την Ευρώπη, για νέες εμβολιαστικές δοκιμές (μελέτες φάσης ΙΙ & ΙΙΙ) κατά του SARS-CoV-2. Αυτή τη στιγμή στην πλατφόρμα του προγράμματος έχουν εγγραφεί 216 κέντρα σε 33 χώρες. Αυτή την δουλειά οφείλουμε να την κάνουμε τόσο για την αντιμετώπιση της τρέχουσας πανδημίας που βιώνει ο πλανήτης όσο και για κάθε μελλοντική απειλή κατά της ανθρώπινης υγείας και ζωής.
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι μια επιτυχημένη, μακροπρόθεσμη στρατηγική για τον έλεγχο της μόλυνσης από SARS-CoV-2 στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού συνεχίζει να έχει στο επίκεντρό της τον εμβολιασμό όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων, ώστε να χτιστεί το συντομότερο δυνατόν ένα αποτελεσματικό τείχος προστασίας έναντι της COVID-19.