Γράφει ο Παναγιώτης Σ. Καλαλές
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
M.A. Κλινικής Ψυχολογίας
Όσοι έχουμε βιώσει την εμπειρία του να διαγνωστεί καρκίνος σε κάποιο μέλος του οικογενειακού ή στενού προσωπικού μας κύκλου, γνωρίζουμε καλά τα τεράστια αποθέματα ενέργειας, χρόνου και ψυχικής δύναμης που καταναλώνουμε στην προσπάθειά μας να στηρίξουμε τον άνθρωπό μας που δοκιμάζεται. Στην προσπάθειά μας αυτή, όμως, πολλές φορές ξεχνάμε να φροντίσουμε την προσωπική μας ψυχική υγεία, που κλονίζεται –συχνά ανεπανόρθωτα– από το άγχος, τη θλίψη, τον θυμό και όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα που μπορεί να βιώσει ο συγγενής σε μια τέτοια κατάσταση. Αυτή η επιδείνωση της ψυχικής μας υγείας, πέραν των προβλημάτων που μπορεί να δημιουργήσει στις υπόλοιπες προσωπικές μας υποχρεώσεις, μπορεί να μειώσει την ικανότητά μας να συμπαρασταθούμε στο πρόσωπο που υποφέρει, αλλά και να οδηγήσει σε μακροχρόνιες ψυχολογικές παθήσεις.
Σύμφωνα με μελέτες του Αμερικάνικου Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας, κατά το στάδιο της διάγνωσης και θεραπείας, το νοσοκομειακό περιβάλλον, οι πολλές (και συχνά επίπονες) εξετάσεις και η απομάκρυνση από το οικείο περιβάλλον, φορτώνουν με άγχος, θυμό, φόβο, θλίψη και μοναξιά τόσο τον ασθενή όσο και την οικογένειά του. Ειδικά το άγχος για τα αποτελέσματα των εξετάσεων και την πορεία των θεραπειών μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει σε διαταραχές ύπνου και διατροφής ή καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές στους γονείς ενός παιδιού με καρκίνο.
Κατά τη διάρκεια του θεραπευτικού κύκλου, οι ασθενείς και οι οικογένειές τους προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη ζωή… μια μέρα τη φορά. Μετά το τέλος του θεραπευτικού κύκλου (και ασχέτως του αποτελέσματος), η προοπτική του μέλλοντος μπορεί να καταβάλλει τον ασθενή και την οικογένειά του. Σε αυτή τη φάση, πολλοί γονείς καλούνται να αντιμετωπίσουν μια υπερπροστατευτικότητα και ένα συνεχές άγχος για τυχόν επιδείνωση της υγείας του παιδιού. Αυτά μπορούν να έρθουν σε αντιπαράθεση με την επανένταξη του παιδιού στην φυσιολογικότητα, καθώς και τη συνήθη τάση κάποιων παιδιών που νίκησαν τον καρκίνο να θεωρήσουν τον εαυτό τους ανίκητο και να εμπλακούν σε επικίνδυνες δραστηριότητες. Αυτή η σύγκρουση μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία στην οικογένεια και να δημιουργήσει χάσμα ανάμεσα σε γονέα και παιδί. Το μετατραυματικό στρες είναι επίσης μια συνηθισμένη δυσκολία που μπορεί να αντιμετωπίσουν γονέας και παιδί μετά το πέρας της θεραπείας.
Η λίστα που ακολουθεί είναι βασισμένη στα αποτελέσματα αναθεωρητικής μελέτης του προαναφερθέντος Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας και περιλαμβάνει τους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ψυχικών παθήσεων στους γονείς καρκινοπαθών παιδιών, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά το πέρας της θεραπείας:
– Έχετε πρότερο ψυχολογικό τραύμα
– Έχετε πρότερη ψυχολογική ή αναπτυξιακή πάθηση
– Έχετε ανεπαρκή κοινωνική στήριξη
– Έχετε γονείς με ιστορικό κατάθλιψης, αγχωδών διαταραχών ή μετατραυματικού στρες
– Έχετε προσωπικά αντιμετωπίσει καρκίνο ή άλλη μακροχρόνια πάθηση
Αν ανήκετε σε ομάδα υψηλού κινδύνου, απευθυνθείτε στο γιατρό σας ή σε κάποιον ειδικευμένο φορέα, αν παρατηρήσετε κάτι από τα ακόλουθα, καθώς μπορεί να σημαίνουν την εμφάνιση ψυχικής πάθησης:
• Αλλαγές στην όρεξη ή το σωματικό βάρος
• Αυξημένη ευκολία ή δυσκολία στο κλάμα
• Χαμηλά επίπεδα ενέργειας ή συνεχή αίσθηση κόπωσης
• Αλλαγές στη διάρκεια ή/και την ποιότητα του ύπνου
• Απελπισία, σκέψεις θανάτου, διαφυγής, αυτοκτονίας
• Ευερεθισία
• Μειωμένο ενδιαφέρον για πράγματα που σας ικανοποιούσαν
• Αθέλητη ανάκληση της εμπειρίας με τον καρκίνο
• Υψηλή αίσθηση φόβου ή θυμού σε σχέση με τον καρκίνο
• Σωματικές αντιδράσεις όταν σκέφτεστε τον καρκίνο (π.χ. αυξημένος καρδιακός ρυθμός)
• Αποφυγή ιατρικού περιβάλλοντος
• Αποφυγή συζήτησης για την ασθένεια.