γράφει ο Δημήτρης Κουτζαμάνης, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, Μαθήματα Ζωής
Ένα ζευγάρι στέκεται απέναντι στο γιατρό τους με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. «Λυπάμαι, αλλά ο γιος σας έχει λευχαιμία. Θα χρειαστεί να….» Τα υπόλοιπα λόγια του γιατρού χάνονται μέσα στο μούδιασμα του μυαλού των γονιών. « Δεν μπορεί, όχι σε μας, γιατί Θεέ μου, εμείς είμαστε καλοί άνθρωποι, κάποιο λάθος θα κάνετε. Θα πάω τις εξετάσεις να τις δουν και άλλοι γιατροί» λένε βγαίνοντας θυμωμένοι από το γραφείο του.
Το σοκ και η άρνηση χαρακτηρίζει τις περισσότερες φορές τις αντιδράσεις των ανθρώπων, μπροστά στο άγχος που μια βίαιη αλλαγή στη ζωή τους επιφέρει. Είναι η συνειδητή ή ασυνείδητη άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας « Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει σε εμένα αυτό, κάποιο λάθος έχει γίνει». Άρνηση που πηγάζει από το φόβο του αγνώστου, της απώλειας της ζωής όπως την ήξεραν, της πιθανής εξάρτησης από τους άλλους, αλλά και της πιθανής απώλειας της ζωή της δικής του ή των αγαπημένου του.
Ξεκινώντας, θα ήταν χρήσιμο (αν και πάρα πολύ δύσκολο ) να μη δαιμονοποιήσουμε την άρνηση ενός ανθρώπου ή της οικογένειάς του μπροστά στην πραγματικότητα που το άκουσμα της λέξης «καρκίνος» επιφέρει. Δεν είναι άλλωστε μακριά οι εποχές που το όνομα της αρρώστιας αυτής ήταν απαγορευμένο να προφέρεται και αναφερόμασταν σε αυτή μόνο ως «το κακό» ή «η κακιά αρρώστια» μαζί με τη φυματίωση που ήταν το «χτικιό». Τότε ο άνθρωπος που νοσούσε, ζούσε με δανεικό χρόνο, καταδικασμένος σε έναν αργό και βασανιστικό θάνατο.
Από τότε όμως η αλματώδης πρόοδος της ιατρικής κατάφερε, έχοντας ως αιχμή του δόρατος και την πρόληψη, να ιάσει αρκετές μορφές καρκίνου.
Ο φόβος όμως έχει παραμείνει και παραλύει ανθρώπους και οικογένειες στο άκουσμα της διάγνωσης. Η άρνηση μπορεί να λειτουργήσει ως σύμμαχος αν για ένα μικρό, ανάλογα με την περίπτωση, διάστημα, χρησιμοποιηθεί ως χρόνος για να διαχειριστεί ο/η ασθενής ή οι οικείοι του τα συναισθήματα που η διάγνωση δημιούργησε. Μπορεί να λειτουργήσει όπως το φράγμα σε ένα ποτάμι, ελέγχοντας την ένταση τους, επιτρέποντάς τους να μην καταρρεύσουν εξαιτίας τους, χρησιμοποιώντας έτσι το χρόνο ως σύμμαχο τους για να μαζέψουν πληροφορίες για την ασθένειά τους, τρόπους υποστήριξης και προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα.
Αυτός ο σύμμαχος όμως, μπορεί να μεταμορφωθεί σε εχθρό. Οι άσκοπες επισκέψεις σε γιατρούς, ψάχνοντας για την «σωστή» διάγνωση, μπορεί να καθυστερήσει την έναρξη της θεραπείας, στερώντας το χρονικό πλεονέκτημα της ιατρικής έναντι του καρκίνου. Το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα έχουν οι «διαγνώσεις» μέσω ιστοσελίδων και οι αμφιβόλου προέλευσης εναλλακτικές θεραπείες.
Σε ψυχολογικό επίπεδο, η καθήλωση στο στάδιο της άρνησης, στερεί τόσο από τον/την ασθενή, όσο και από τους οικείους τους τη δυνατότητα της επικοινωνίας, της έκφρασης των συναισθημάτων τους για την κατάσταση που όλοι βιώνουν και τους επιτρέπει να συνυπάρχουν μόνο σε ένα φανταστικό κόσμο. Αυτόν όπου όλοι προσποιούνται ότι όλα είναι καλά, αυτό που περνούν «δεν είναι τίποτα», και θα περάσει γρήγορα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο φόβος, η θλίψη, ο θυμός, οι ενοχές και η απόγνωση είναι συναισθήματα που βιώνει ο καθένας μόνος του, πίσω από κλειστές πόρτες.
Σε ακραίες περιπτώσεις, ειδικά αν μιλάμε για μικρά παιδιά που νοσούν, συναντούμε γονείς που αρνούνται την ύπαρξη ακόμα και του ίδιου του καρκίνου, ή και του θανάτου που μπορεί να επιφέρει, αρνούμενοι να μιλήσουν για αυτόν σε άλλους, αρνούμενοι να πάρουν το άρρωστο παιδί σπίτι του όταν δεν υπάρχει κάτι άλλο ανθρωπίνως δυνατό να γίνει ή να μιλήσουν για το μοιραίο τέλος στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Κάθε άνθρωπος αντιδρά βάσει των προηγούμενων εμπειριών του, την προσωπικότητά του και την προσαρμοστικότητά του στη ζωή που συμβαίνει. Όπως σημειώνει η Dr. Marie-Frederique Bacque στο βιβλίο της ‘Πένθος και Υγεία’, « η άρνηση είναι ένας μηχανισμός άμυνας που κοστίζει ομολογουμένως ακριβά στον ασθενή».
Και στους οικείους του θα πρόσθετα καθώς στερεί τη δυνατότητα να εκφράσει κάθε πλευρά τα συναισθήματά της. Το φόβο και την ανισχυρότητα μπροστά στην αρρώστια και την πιθανότητα του θανάτου.
Στερεί τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να βοηθηθεί ο/η ασθενής, αλλά και οι οικείοι του.
Στερεί τρόπους να εκφραστεί ο θυμός για τον καρκίνο, για Θεούς, ανθρώπους και Δαίμονες και πιθανά το αίσθημα της αδικίας που πολλοί βιώνουν «γιατί έτυχε σε αυτούς αυτή η αρρώστια».
Στερεί τη δυνατότητα σε μικρά παιδιά να εκφράσουν τις ενοχές που βιώνουν, θεωρώντας τον εαυτό τους υπεύθυνο για την αρρώστια.
Στερεί τη δυνατότητα να εκφραστεί η ενοχή ειδικά από τα αδέλφια μικρών παιδιών που νοσούν από καρκίνο.
Όπως λέει και η Νάνσυ Ψημενάτου στο βιβλίο της ‘Πένθος, το ταξίδι στη χώρα του Παράδοξου’, « νοιώθουν ενοχές που τα ίδια είναι υγιή, γιατί κάποιες φορές πάνω στο θυμό τους είπαν ή σκέφτηκαν κάτι κακό για τον/την αδελφό τους».
Στερεί τη δυνατότητα να εκφραστεί η ζήλια που πιθανόν βιώνουν κάποιοι γονείς για τα άλλα παιδιά που δεν είναι άρρωστα Τα παιδιά λοιπόν χρειάζονται συναισθηματικά σταθερούς ενήλικες, που θα έχουν επεξεργαστεί τα δικά τους συναισθήματα και θα λειτουργήσουν ως χάρτες για εκφράσουν και τα παιδιά τα δικά τους.
Στερεί στα παιδιά τη δυνατότητα να μοιραστούν το φόβο, τον πόνο και τη θλίψη τους.
Στερεί τη δυνατότητα, σε περιπτώσεις που ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, να ειπωθούν λόγια αγάπης. Να ειπωθεί το αντίο.
Η μάχη με τον καρκίνο δεν έχει πλέον την έκβαση που είχε χρόνια πριν. Παραμένει όμως σταθερή η ανάγκη όσων συμμετέχουν σε αυτή να είναι ετοιμοπόλεμοι. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο, περνώντας ήπια από την άρνηση στη δράση, επιτρέποντας στους γιατρούς να χρησιμοποιήσουν τα όπλα της επιστήμης που έχουν στη φαρέτρα τους.
Ο/η ασθενής και οι οικείοι του μπορούν να σταθούν αρωγοί σε αυτό το κομμάτι μιλώντας ανοιχτά για τα συναισθήματά τους και φροντίζοντας τον εαυτό τους και τις προσωπικές του ανάγκες ο καθένας. Είναι ένας συνδυασμός που έχει κερδίσει πολλές μάχες ενάντια στον καρκίνο.