Τα αίτια που σχετίζονται με την επικινδυνότητα εμφάνισης του καρκίνου είναι πολλά. Από αυτά το κάπνισμα και η έκθεση σε ορμόνες (οιστρογόνα, ανδρογόνα) αποτελούν τους βασικότερους προδιαθεσικούς παράγοντες ευθυνόμενα σε ποσοστό περίπου 30% έκαστο.
Ο Νταβίντ Καγιάτ, ογκολόγος, πρωτεργάτης στη παγκόσμια έρευνα για τη θεραπεία αλλά και την πρόληψη του καρκίνου, υποστηρίζει ότι η διατροφή ευθύνεται άμεσα ή έμμεσα για το ένα τρίτο των μορφών καρκίνου.
Η τροφή περιέχει καρκινογόνες ουσίες οι οποίες είναι είτε φυσικά προϊόντα της τροφής, είτε πρόσθετα τροφίμων, είτε υπολείμματα φυτοφαρμάκων κ.λπ., είτε τέλος κατάλοιπα που εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα. Τα βιοενεργά συστατικά που εμπεριέχονται στις τροφές μας μπορούν να δράσουν άμεσα στις διαδικασίες επιδιόρθωσης του DNA, και στους μηχανισμούς της κυτταρικής διαφοροποίησης. Αυτό σημαίνει επομένως ότι η κακή διατροφή μειώνει την κυτταρική ικανότητα της επιδιόρθωσης του DNA, αλλά και ότι, αντίθετα, ένα φρούτο, όπως το ακτινίδιο, το ξερό δαμάσκηνο ή ένα ιχνοστοιχείο, όπως το σελήνιο, την αυξάνει. Επίσης μπορούν να δράσουν στην ενεργοποίηση ή στην ύπνωση των γονιδίων μας, αλλά και στη παραγωγή εσωτερικών καρκινογόνων ουσιών, όπως και στην αποτοξίνωση ή αδρανοποίηση τους.
Οι τελευταίες έρευνες δείχνουν ότι πολλές αντιλήψεις σχετικά μετην ορθή διατροφή πρέπει να αναθεωρηθούν. Η αντίληψη πχ. ότι όλα τα ψάρια είναι υγιεινά πρέπει να αναθεωρηθεί. Τα μεγάλα ψάρια ανοικτής θάλασσας (ξιφίας, κόκκινος τόνος, χέλια κλπ) και εν γένει τα λιπαρά ψάρια όπως ο σολωμός, έχουν αυξημένες συγκεντρώσεις διοξίνης, πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB), και βαρέων μετάλλων (αρσενικό, μόλυβδος, υδράργυρος) που θεωρούνται ιδιαίτερα καρκινογόνα και ως εκ τούτου πρέπει να αποφεύγονται. Αντίθετα να προτιμώνται το σκουμπρί, το λαβράκι, ο γαύρος, η σαρδέλα, η τσιπούρα και η γλώσσα.
Η αντίληψη ότι όλα τα κόκκινα κρέατα είναι επικίνδυνα είναι επίσης εσφαλμένη. Γιατί η επικινδυνότητα για εμφάνιση καρκίνου (κυρίως του εντέρου) δεν έχει να κάνει τόσο με το είδος του κρέατος, όσο με την ποσότητά του (ημερήσια κατανάλωση), την περιεκτικότητά του σε λιπαρές ουσίες (τα ευρωπαϊκά κρέατα είναι λιγότερο λιπαρά συγκριτικά με της Βορείου Αμερικής), τον τρόπο ψησίματός του (ο πιο επικίνδυνος είναι το ψήσιμο στο γκρίλ), τον τρόπο συντήρησής του (τα παστά κρέατα και αλλαντικά έχουν μεγάλες ποσότητες λιπαρών συστατικών, νιτρωδών και νιτρικών αλάτων, που είναι όντως πολύ καρκινογόνα) αλλά και την επιλογή των συνοδευτικών του κρέατος κατά το γεύμα (προτίμηση σε λαχανικά, φρούτα, κλπ).
Από τα κρέατα πρέπει εν γένει να προτιμώνται τα λευκά κρέατα (χοίρου, γαλοπούλας, κοτόπουλου, κουνελιού) που έχουν λιγότερο λίπος, ιδίως όταν αφαιρούμε το δέρμα, και είναι λιγότερο πλούσια σε αιμοσφαιρίνη. Η αιμοσφαιρίνη διασπώμενη στο έντερο δημιουργεί πολύ δραστικές ελεύθερες ρίζες που προκαλούν μεταλλάξεις στο κυτταρικό DNA.
Δεν υπάρχει καμία επιδημιολογική μελέτη που να συνδέει την ζάχαρη αιτιολογικά με τον καρκίνο. Το ίδιο ισχύει για τις γλυκαντικές ουσίες όπως η ασπαρτάμη και η στέβια. Αυτά όλα βέβαια ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι διατηρούμε ένα ιδανικό σωματικό βάρος.
Τέλος όσον αφορά τα διατροφικά συμπληρώματα και τις θρεπτικές ουσίες εδώ αναφερόμαστε στις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία, τα ροφήματα και τα βότανα καθώς και άλλες ενισχυτικές ουσίες. Βασικός τους στόχος είναι να βελτιώσουν την φυσική κατάσταση του ατόμου για να διατηρήσει την καλή του υγεία, άρα να βοηθήσει ενδεχομένως και στη πρόληψη του καρκίνου, ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεραπεύουν μία ασθένεια, τόσο περίπλοκη όσο ο καρκίνος.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr/914586/article/ygeia/diatrofh—a8lhsh/diatrofh-kai-karkinos