Είναι απίστευτο πραγματικά, πώς ένα παιδί αλλάζει μέσα σε λίγες ώρες, γίνεται άλλος άνθρωπος. Αλλάζει όλη του η ψυχολογία. Βγάζει αντιδράσεις και κάνει πράγματα που δεν είχε κάνει ποτέ μέχρι τότε. Και οι γονείς βρίσκονται σε πανικό, δεν ξέρουν πώς να το αντιμετωπίσουν. Πολλές φορές φτάνουν σε σημείο να μην αναγνωρίζουν το ίδιο τους το παιδί. Και όλα αυτά, βέβαια, όχι αδικαιολόγητα!
Κάπως έτσι έγινε και στη δική μας περίπτωση. Όταν ο Αντώνης μας μπήκε στο νοσοκομείο, πανικοβλήθηκε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν. Βρέθηκε ξαφνικά σε ένα άγνωστο περιβάλλον. Το νοσοκομείο έγινε το δεύτερο σπίτι του, οι νοσοκόμοι και οι γιατροί έγιναν η μόνη παρέα του, μετά από τη μαμά και τον μπαμπά. Πώς αντέδρασε; Στην αρχή με γκρίνια. Η ερώτηση «πότε θα πάμε σπίτι μας;» ήταν καθημερινή. Με τον καιρό προσαρμόστηκε. Του εξηγήσαμε άπειρες φορές ότι στο νοσοκομείο θα ερχόμαστε πολύ συχνά για να παίρνει τα φάρμακά του και να γίνει γρήγορα καλά. Τελικά το αποδέχτηκε.
Ακολούθησε χημειοθεραπεία. Τα φάρμακα ήταν πολλά και δυνατά. Και οι διαδικασίες, πολλές φορές, για να πάρει κάποια φάρμακα ή για να κάνει κάποιες εξετάσεις, ήταν επώδυνες. Όλα αυτά επηρέασαν όχι μόνο τον οργανισμό του αλλά και την ψυχολογική του κατάσταση.
Κάποια στιγμή αποφάσισε να δοκιμάσει και μόνος του τις αντοχές του στον πόνο, όπως είπαν και οι ψυχολόγοι. Άρχισε να δαγκώνει τον εαυτό του, τα χέρια του ή να τσιμπάει σημεία του σώματός του. Στην αρχή τον μαλώναμε. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί το έκανε αυτό. Όταν μιλήσαμε με μια από τις ψυχολόγους του νοσοκομείου και μας είπε για ποιο λόγο το κάνει, αποφασίσαμε να το αγνοήσουμε. Να του δώσουμε το χρόνο του να «τσεκάρει» τον εαυτό του. Έτσι, μετά από λίγο καιρό σταμάτησε. Και δεν το ξαναέκανε ποτέ.
Την περίοδο της κορτιζόνης, πάλι, έφτασε στα όρια της κατάθλιψης. Όλη μέρα δεν έκανε τίποτα άλλο, από το να τρώει και να κοιμάται. Και τις υπόλοιπες ώρες δεν είχε διάθεση να ασχοληθεί με τίποτα. Ούτε καν με τα αγαπημένα του παιχνίδια. Το μόνο που έκανε ήταν να είναι ξαπλωμένος σε έναν καναπέ, να κοιτάζει την τηλεόραση, χωρίς να παρακολουθεί πολλές φορές, και να μην μιλάει σε κανέναν.
Επίσης, πέρασε και μία περίοδο με έντονα σημάδια άγχους και νευρικότητας. Προσπαθούσε με τα χέρια του να κόψει τα νύχια του όσο πιο βαθιά γινόταν. Τραβούσε τα πετσάκια του μέχρι να ματώσει! Ακόμα και όταν ήταν σκασμένα τα χειλάκια του, τα τραβούσε μέχρι να βγάλει ό,τι προεξείχε. Ό,τι και να του λέγαμε δεν σταματούσε. Δεν μπορούσε να σταματήσει, δεν μπορούσε να το ελέγξει.
Όπως και όταν κάποιες φορές έκλαιγε χωρίς λόγο. Τον ρωτούσαμε «γιατί κλαις τώρα, τι έπαθες;» και εκείνος έλεγε συνέχεια «δεν ξέρω». Και έτσι απλά τον αφήναμε να κλάψει, να ξεσπάσει, και στο τέλος να ηρεμήσει μόνος του χωρίς να τον πιέζουμε.
Κάθε παιδί είναι διαφορετικό και οι αντιδράσεις μπορεί να ποικίλουν. Όμως ένα είναι σίγουρο: πρέπει να το αντιμετωπίζουμε με ψυχραιμία. Πρέπει να αφήνουμε χώρο στο παιδιά μας να εκδηλώσουν τα συναισθήματα τους. Και όχι να τους πηγαίνουμε κόντρα. Πρέπει να ξέρουν πως ό,τι και να τα απασχολεί, η μαμά και ο μπαμπάς είναι δίπλα τους και όχι απέναντι. Να νιώσουν ότι οι γονείς τους είναι σύμμαχοι σε αυτό το δύσκολο αγώνα που δίνουν για να κρατηθούν στη ζωή.
Άννα Γιαμπουρά