Τελικά «η ζωή είναι μικρή», την έχουν πει πολλοί αυτή τη φράση. Την έχω βιώσει από μικρή, όμως όχι για μικρό παιδί. Για να είμαι πιο ειλικρινής, όχι ποτέ για δικό μας παιδί.
Ζω το αβέβαιο της ζωής καθημερινά, λόγω της φύσης της δουλειάς. Παιδιά και γονείς να παλεύουν για ένα καλύτερο επίπεδο ζωής και για την υγεία τους, που για εμάς ήταν δεδομένη. Αυτό το απροσδόκητο χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου μια φορά, μα τελικά δεν έφτανε. Ήρθε ξανά, για τον Αντώνη μας αυτή τη φορά.
Το ανιψάκι μου, που ήταν μόλις 3,5 χρόνων, έπρεπε να γίνει αντράκι δυνατό. Την Πέμπτη παίζαμε, τα γέλια στο σπίτι σκορπούσαν τη χαρά… μα την Κυριακή, μαχαιριά μέσα στην καρδιά. Λίγο αιματάκι στα ούρα, πρησμένη η σπλήνα και το συκώτι, το μικρό μας καταλήγει στο νοσοκομείο. Τρόμος με πιάνει και πανικός και ένα μεγάλο ερωτηματικό: «Τι να είναι άραγε τώρα αυτό;».
Τα νέα πέφτουν βροχή και αυτή η Κυριακή θέλουμε όλοι να εξαφανιστεί. Να είναι ψέμα, να είναι ένα λάθος που το μικρό μας πάει στο Ογκολογικό. «Χριστέ μου», σκέφτομαι, «δεν το ακούνε τα αυτιά μου αυτό»! Τα δάκρυα πέφτουν βροχή γιατί λειτουργεί η λογική, συνάμα σκοτεινιάζει η ψυχή διότι αντιλαμβάνεται και αυτή πως η κατάσταση είναι σοβαρή.
Τη Δευτέρα πάω στη δουλειά, στα αυτιά μου αντηχεί η λέξη «λευχαιμία» πια. Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με τον τίτλο αυτό, όσο και αν πονώ. Τελειώνοντας τη δουλειά ξεκινάω για το Παίδων –κομμένη η ανάσα και η μιλιά. Μα πού να φανταστώ! Κάθε μέρα περνούσα από εκεί και έκανα μια προσευχή, «να φυλάει ο Θεός όλους, να μένουν μακριά από εδώ, τα παιδάκια να είναι γερά, μακριά από πόνο, κλάμα, και φάρμακα πολλά». Μα να που είμαστε και εμείς εκεί! Εκπλήξεις που φυλάει η ζωή…
Ανεβαίνω στο Ογκολογικό, βλέπω όλη την οικογένεια επί ποδός. Δάκρυα με την πρώτη ματιά και ένα «τι γίνεται ρε παιδιά;». Θέλω απλά να δω τον μικρό, για να διώξω λίγο τον κόμπο από τον λαιμό. Καθώς κοιτώ το διάδρομο του τμήματος, βλέπω παιδιά με πεσμένα μαλλιά, με μάσκες, με ορούς, ηλικίας… από μωρά! Θολωμένη προσπαθώ ανάμεσα τους να βρω τον ανιψιό μου. Ξάφνου, σαν μια σκιά, ένα μικρό βγαίνει αγκαλιά στον μπαμπά και δίπλα τους η μαμά. Προσπερνώ και συνεχίζω να κοιτάζω μέσα… Εκείνο μου μιλά: «Γεια, θεία! Πάω για φωτογραφία», μα εγώ δε δίνω σημασία καμία. Τότε παίρνει τον λόγο η μαμά: «Θεία, πάμε να βγάλουμε φωτογραφία στην κοιλίτσα μας». Αφού παθαίνω το πρώτο σοκ, σκάω ένα χαμόγελο, προσποιητό, και προσπαθώ την αδυναμία μου να διώξω στο λεπτό, να μη γίνει αντιληπτό.
Στη συνέχεια δεν κατάφερα να συγκρατηθώ και απομακρύνθηκα με σκέψεις πολλές μέσα στο μυαλό. Μια σκέψη που επικράτησε και τους λυγμούς της ψυχής δε σταματούσε ήταν πως «το παιδάκι αυτό δεν ήταν το ανιψάκι μου, αποκλείεται!». Αυτό ήταν ένα παιδάκι χλωμό, καταπονημένο, αδύναμο να περπατήσει, γεμάτο μελανά στίγματα στο πρόσωπό του, με πρησμένη κοιλιά. Παναγιά μου! Τι γρήγορη εξωτερική αλλαγή… Πώς θα αντέξει το μικρό μας την ταλαιπωρία; Τι είναι αυτό το «ταξίδι» που αρχίζει; Πόσο πόνο περικλείει;
Έπειτα από το αρχικό, εσωτερικό παραλήρημα, όρθωσα ανάστημα. Με γρήγορες διαδικασίες αποφάσισα πως ό,τι και αν είναι αυτό, ήρθε και θα το παλέψουμε όλοι μαζί. Φυσικά για να δώσουμε δύναμη, με το χαμόγελο και το παιχνίδι, στο παιδάκι μας, αλλά παράλληλα για να στηρίξουμε όπως μπορούμε τους γονείς, που βλέπουν το βλασταράκι τους να υποφέρει και απλά μπορούν να του κρατούν μόνο το χέρι και να του δείξουν το δρόμο για τη λύτρωση.
Αν θα μπορούσα να περιγράψω συνοπτικά, γενικά τα πρώτα συναισθήματα, ήταν σαφώς όλα αρνητικά. Κυριαρχούσαν το συναίσθημα του φόβου για τη ζωή του μικρού μας, το συναίσθημα του πανικού, του τρόμου διότι είχαμε πλήρη άγνοια για την ασθένεια του και για το τι θα ακολουθούσε, το συναίσθημα της αδικίας όχι μόνο για το δικό μας παιδί αλλά για όλα τα παιδιά που βίωναν τον πόνο. Το συναίσθημα της αβεβαιότητας για τον τρόπο που βοηθάμε το ίδιο και τους γονείς του, το συναίσθημα της θλίψης για την παιδική αθωότητα που χάνεται με τόσο βίαιο τρόπο και της απογοήτευσης από τις κυκλοθυμικές συναισθηματικές αντιδράσεις του μικρού. Το συναίσθημα της στεναχώριας, που το χαμόγελό του είχε χαθεί και η όρεξη για παιχνίδι ήταν μηδαμινή και εμείς όλοι νιώθαμε τόσο «μικροί» απέναντί του. Αλλά και το συναίσθημα του άγχους, μη γίνει κανένα λάθος που θα έχει αντίκτυπο στην σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού.
Τα παραπάνω, λοιπόν, με τον καιρό μετατράπηκαν σε δύναμη, ελπίδα και πίστη. Το νοσοκομείο έγινε το δεύτερο σπίτι μας. Προσαρμόστηκα στην καθημερινότητα αυτή και στον τρόπο που «κινούμαστε» στο νοσοκομείο. Στο πώς προστατεύουμε το παιδί από οποιοδήποτε μικρόβιο (μάσκες, αποστείρωση χεριών, ρούχων, να βγάζουμε παπούτσια και να μην ακουμπάμε τα σεντόνια του). Αποδέχτηκα το γεγονός ότι όταν είχε χαμηλά λευκά δεν πλησιάζαμε ούτε καν με μάσκα για να τον προστατεύσουμε όσο γινόταν. Ακόμα και ο τρόπος του παιχνιδιού άλλαξε: όχι πια τρέξιμο ή μπάλα. Συμβιβάστηκα με την εικόνα του όταν έχασε τα μαλάκια του, πρήστηκε, έτρωγε πολύ ή καθόλου, αλλά και με τη συναισθηματική του αστάθεια (μία μας αναζητούσε και την άλλη δεν ήθελε ούτε να μας βλέπει). Οπλίστηκα με υπομονή για να αντιμετωπίσω τις καθημερινές απορίες της μικρής μου κόρης. Απορίες όπως «πού είναι ο Αντώνης;», «γιατί δεν έχει μαλλιά;» η «γιατί πρέπει να φορέσουμε μάσκα;» και να της εξηγήσω όσο πιο απλά γινόταν την κατάσταση. Γέμισα αισιοδοξία λόγω της θετικής ανταπόκρισης του Αντώνη στη θεραπεία!
Καθώς μάθαμε πώς να το αντιμετωπίζουμε όλο αυτό, με τη σωστή ενημέρωση (από γιατρούς και γονείς) και με την προσωπική προσπάθεια του καθενός, το πρώτο και πιο δύσκολο διάστημα πέρασε. Τα χαμόγελα εμφανίστηκαν ξανά, το παιδί ερχόταν όλο και πιο συχνά σπίτι και η κοινωνική ζωή άρχιζε πάλι, δειλά-δειλά και με πολύ προσοχή, κατανόηση και σεβασμό από όλους.
Κλείνοντας, δεν θα πρέπει να παραλείψω την ημέρα που ο Αντωνάκης ήρθε χαμογελαστός και μας ανακοίνωσε πως θα έβγαζε το Hickman. Αν και μια εικόνα ισοδυναμεί λένε με χίλιες λέξεις, δεν θα ξεχάσω ποτέ τις αγκαλιές και τους χορούς εκείνης της ημέρας. Η λάμψη που έβγαινε από τα μάτια του, πήγαζε από τη χαρά πως τελειώνουν τα δύσκολα, «γίνομαι φυσιολογικό παιδί». Πήρε, δηλαδή, μια πρώτη ανάσα πως ξαναγυρίζει στην παλιά του καθημερινότητα και έτσι θα μπορεί να παίξει πιο ανέμελα, να κοιμηθεί όπως βολεύεται, να περπατάει άνετα. Η αντίδρασή του, αυτό μου έδωσε να καταλάβω και είναι λογικό. Αυτή την ημέρα ήμουν η πιο ευτυχισμένη θεία, αφού το ανιψάκι μου ένιωσε και πάλι παιδάκι! Τα μάτια του έλαμπαν και ο φόβος απομακρύνθηκε. Γιατί, τι καλύτερο από το να αντικρίζεις παιδικά ματάκια να λάμπουν και να μην είναι φοβισμένα;
Ευχής έργον, όλα τα παιδάκια με καρκίνο να ζήσουν αυτή την μέρα!
Νικολέτα Βλάσση