Οι χειρουργικές επεμβάσεις που έχουν ως στόχο την απώλεια του πλεονάζοντος βάρους, ελέγχουν μακροπρόθεσμα πιο αποτελεσματικά τον διαβήτη τύπου 2 στους παχύσαρκους ασθενείς, από ό,τι οι κλασικές φαρμακευτικές θεραπείες, σύμφωνα με μια πρόσφατη βρετανο-ιταλική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet.
Παρότι έχουν διεξαχθεί ήδη αρκετές μελέτες προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι βαριατρικές επεμβάσεις μπορούν να οδηγήσουν στον έλεγχο του διαβήτη περισσότερο απ’ ότι οι φαρμακευτικές θεραπείες, καμία δεν είχε τόση διάρκεια ώστε να μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για τις επιπτώσεις τους στον μακροπρόθεσμο έλεγχο της νόσου. Η συγκεκριμένη, ήταν η πρώτη τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη που παρείχε στους ερευνητές πενταετή δεδομένα.
«Η βαριατρική χειρουργική μπορεί πράγματι να βοηθήσει τους παχύσαρκους ανθρώπους να ελέγξουν καλύτερα τον διαβήτη τους, και εάν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής επιβεβαιωθούν ενδεχομένως οι επεμβάσεις απώλειας βάρους να αποτελέσουν μελλοντικά ένα μέσο για τη θεραπεία της ύπουλης αυτής ασθένειας», τονίζει ο χειρουργός Δρ. Γιώργος Σπηλιόπουλος (drspiliopoulos.gr).
Θέλοντας λοιπόν οι ερευνητές του King College του Λονδίνου και του Universita Cattolica της Ρώμης να αποκτήσουν σαφή άποψη για τον ρόλο των εν λόγω επεμβάσεων στον μακροπρόθεσμο έλεγχο του διαβήτη, παρακολούθησαν μια ομάδα διαβητικών ασθενών από την Ιταλία, ηλικίας 30-60 ετών, με δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) 35 kg/m² ή περισσότερο. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη επιλέχθηκαν τυχαία για να λάβουν είτε φαρμακευτική θεραπεία για το διαβήτη τύπου 2 (20 ασθενείς) είτε να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης (20) ή σε χολοπαγκρεατική εκτροπή (20). Η γαστρική παράκαμψη αφορά στη συρρίκνωση του μεγέθους του στομάχου και αναδρομολόγηση του άνω τμήματος του λεπτού εντέρου, ενώ η χολοπαγκρεατική εκτροπή αφορά μια πιο εκτεταμένη παράκαμψη του εντέρου.
Στους 53 συμμετέχοντες που ολοκλήρωσαν τελικά την πενταετή παρακολούθηση εξετάστηκε η διάρκεια της ύφεσης του διαβήτη, η οποία ορίστηκε ως επίτευξη της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης A1c (HbA1c) σε επίπεδα χαμηλότερα από το 6,5%, χωρίς την ανάγκη λήψης φαρμάκων για τουλάχιστον ένα έτος.
Οι 19, δηλαδή σχεδόν οι μισοί από τους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση εμφάνισαν ύφεση του διαβήτη κατά τα επόμενα πέντε χρόνια. Αντίθετα, κανείς από τους 15 ασθενείς που έλαβαν φαρμακευτική αγωγή δεν πέτυχε αυτό το αποτέλεσμα. Ανεξάρτητα από την ύφεση, οι χειρουργηθέντες ασθενείς είχαν γενικά χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα από ό, τι εκείνοι που αντιμετωπίστηκαν φαρμακευτικά, χρησιμοποίησαν λιγότερα αντι-διαβητικά φάρμακα, αλλά και φάρμακα για καρδιαγγειακά νοσήματα. Ο εκτιμώμενος καρδιαγγειακός κίνδυνος το πέμπτο έτος για τους χειρουργηθέντες ασθενείς ήταν περίπου ο μισός απ’ αυτόν που διέτρεχαν οι ασθενείς που έλαβαν συμβατική θεραπεία. Καλύτερη βαθμολογία όσον αφορά την ποιότητα ζωής είχαν όσοι υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση. Δεν υπήρχε θνησιμότητα ούτε και σημαντικές μακροπρόθεσμες επιπλοκές μετά την επέμβαση.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι η χολοπαγκρεατική παράκαμψη οδήγησε σε μεγαλύτερη ύφεση του διαβήτη σε σύγκριση με το γαστρικό bypass κατά το πέμπτο έτος (67% έναντι 37%). Ωστόσο, το γαστρικό bypass σχετίζεται με σημαντικά λιγότερες διατροφικές παρενέργειες και καλύτερη ποιότητα ζωής, γεγονός που υποδηλώνει ότι η γαστρική παράκαμψη μπορεί να έχει καλύτερο προφίλ κινδύνου-οφέλους σε ασθενείς με διαβήτη.
Όμως, οι μισοί από τους ασθενείς με αρχική ύφεση του διαβήτη υποτροπίασαν, εμφανίζοντας ήπια υπεργλυκαιμία πέντε χρόνια μετά την επέμβαση. Για τον λόγο αυτό ο Δρ. Σπηλιόπουλος συμβουλεύει τους διαβητικούς ασθενείς που επιλέγουν να υποβληθούν σε επέμβαση απώλειας βάρους να μη σταματούν τον έλεγχο των τιμών του σακχάρου. «Ο συστηματικός έλεγχος της γλυκόζης και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης είναι απαραίτητος και δεν πρέπει να διακόπτεται ακόμα και όταν διαπιστωθεί ύφεση της νόσου».
Στους χειρουργηθέντες ασθενείς παρατηρήθηκαν επίσης λιγότερες επιπλοκές σχετιζόμενες με το διαβήτη. Όμως, οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ότι ο μικρός αριθμός των συμμετεχόντων στη μελέτη δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων σχετικά με την ικανότητα της χειρουργικής επέμβασης να μειώσει τις επιπλοκές που προκαλεί ο διαβήτης (π.χ. καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο, νεφρική νόσο).
Παρότι οι χειρουργηθέντες ασθενείς έχασαν περισσότερο βάρος από ό, τι οι ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά, οι αλλαγές του βάρους δεν προμήνυαν ύφεση της υπεργλυκαιμίας ή υποτροπή μετά από τη χειρουργική επέμβαση, γεγονός που υποδηλώνει ότι άλλοι μηχανισμοί (εκτός της απώλειας βάρους) εμπλέκονται στις επιπτώσεις της χειρουργικής επέμβασης στον διαβήτη.
Όσον αφορά το κόστος ελέγχου του διαβήτη, ο Δρ. Σπηλιόπουλος υποστηρίζει ότι ο περιορισμός ή εξάλειψη της ανάγκης για ινσουλίνη και άλλων αντιδιαβητικών φαρμάκων μετά από μια βαριατρική επέμβαση που διαφαίνεται από τη συγκεκριμένη μελέτη, ενδεχομένως να καθιστά τη χειρουργική προσέγγιση οικονομικότερη συγκριτικά με το κόστος ελέγχου του διαβήτη μέσω φαρμακευτικών αγωγών.