Σημαντική η έγκαιρη διαχείριση των παρενεργειών της θεραπείας με CAR-T κύτταρα.

Σημαντική η έγκαιρη διαχείριση των παρενεργειών της θεραπείας με CAR-T κύτταρα.

Παρόλο που οι θεραπείες  CAR-T κυττάρων έχουν συσχετιστεί με δραματικές κλινικές αποκρίσεις και υψηλά ποσοστά πλήρους ύφεσης, έχουν επίσης μοναδικά προφίλ τοξικότητας, συμπεριλαμβανομένων μερικών απειλητικών για τη ζωή ανεπιθύμητων ενεργειών.

Ως εκ τούτου, η προσεκτική παρακολούθηση και έγκαιρη ταυτοποίηση αυτών των τοξικοτήτων, καθώς και η άμεση παρέμβαση, είναι απαραίτητες για τη διαχείριση των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία με CAR-Τ κύτταρα, σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύθηκε στο Clinical Journal of Oncology Nursing.

Οταν αρχικά εγκρίθηκε από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) το 2017, η θεραπευτική αγωγή CAR Τ-κυττάρων ήταν ένα πολύ ισχυρό εργαλείο για τη θεραπεία ορισμένων κακοηθειών Β-κυττάρων. Προς το παρόν, έχει χορηγηθεί έγκριση από την FDA για δύο θεραπείες CAR Τ-κυττάρων: τις  tisagenlecleucel και axilabtagene ciloleucel. Και οι δύο είναι τροποποιημένα προϊόντα αυτόλογων Τ- κυττάρων που κατευθύνονται έναντι του CD19, ενός επιφανειακού αντιγόνου που υπερεκφράζεται σε κακοήθη Β- κύτταρα.

Το σύνδρομο απελευθέρωσης κυτοκινών (CRS) είναι μια κοινή, δυνητικά απειλητική για τη ζωή τοξικότητα που σχετίζεται με τη θεραπεία με CAR- Τ κύτταρα που συμβαίνει όταν οι κυτοκίνες, όπως ο παράγοντας νέκρωσης όγκων άλφα, η ιντερλευκίνη-2 και η ιντερλευκίνη-6 απελευθερώνονται συστηματικά ως απόκριση στην ενεργοποίηση και τον πολλαπλασιασμό των CAR -Τ κυττάρων. Το σήμα κατατεθέν της CRS είναι υψηλός πυρετός, με άλλα πιθανά συμπτώματα όπως ταχυκαρδία, μυαλγίες και κόπωση, με πιθανή κλινική συνέπεια την δυσλειτουργία οργάνων.

Ο μέσος χρόνος έναρξης της CRS είναι συνήθως εντός 2 έως 3 ημερών από την έγχυση CAR -Τ κυττάρων με τα συμπτώματα να εμφανίζονται συνήθως εντός 1 έως 2 εβδομάδων από τη χορήγηση της θεραπείας. Κλίμακες ταξινόμησης και κατευθυντήριες γραμμές έχουν αναπτυχθεί για να βοηθήσουν στην αξιολόγηση του CRS. Η διαχείριση του CRS περιλαμβάνει υποστηρικτική φροντίδα και μπορεί να συνεπάγεται τη χορήγηση tocilizumab, ενός αναστολέα υποδοχέα ιντερλευκίνης-6 και / ή κορτικοστεροειδών.

Η θεραπεία με CAR -Τ κύτταρα έχει συσχετιστεί επίσης με την ανάπτυξη νευρολογικής τοξικότητας. Η παθοφυσιολογία της νευροτοξικότητας που σχετίζεται με τα CAR- T κύτταρα είναι λιγότερο κατανοητή, αν και μπορεί να εμπλέκονται τα αυξημένα επίπεδα κυτοκίνης και διείσδυση CAR-T κυττάρων στο ΚΝΣ.

Τα συμπτώματα της νευρολογικής τοξικότητας που σχετίζονται με τα CAR-T κύτταρα περιλαμβάνουν μειωμένη προσοχή, αποπροσανατολισμό, εγκεφαλοπάθεια, άγχος, σύγχυση, παραλήρημα, διαταραχές της γλώσσας, δυσκολίες, αφασία, υπνηλία, αταξία, αδυναμία και επιληπτικές κρίσεις.

Η διάμεση εμφάνιση των συμπτωμάτων είναι συνήθως εντός μιας εβδομάδας από τη χορήγηση της θεραπείας, αν και εχει παρατηρηθεί και αργότερα. Ένας πολύ υψηλός βαθμός κλινικής υποψίας είναι απαραίτητος για τον εντοπισμό νευροτοξικότητας σε αυτούς τους ασθενείς και για το σκοπό αυτό έχουν προσαρμοστεί ορισμένα εργαλεία αξιολόγησης. Οι στρατηγικές διαχείρισης νευρολογικής τοξικότητας μπορεί να περιλαμβάνουν tocilizumab και / ή κορτικοστεροειδή για ασθενείς που υποφέρουν από CRS και νευροτοξικότητα ή κορτικοστεροειδή για εκείνους με νευρολογικά συμπτώματα που δεν σχετίζονται με CRS.

Άλλες πιθανές ανεπιθύμητες αντιδράσεις στη θεραπεία CAR-Τ κυττάρων περιλαμβάνουν κυτταροπενίες, λοίμωξη, υπογαμμασφαιριναιμία και σύνδρομο λύσης όγκου.

Η νοσηλευτική διαχείριση είναι εξαιρετικά σημαντική για την αναγνώριση των δυνητικών δυσμενών επιπτώσεων και την παροχή συντονισμού φροντίδας με την έγκαιρη κλιμάκωση της περίθαλψης για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με Τ-κύτταρα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.